Μετάβαση στο cloud: To ερώτημα δεν ξεκινά με “αν” αλλά με “πότε”

Θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τις επενδύσεις στην τεχνολογία με το παιχνίδι που ένα μεταλλικό μπαλάκι χτυπάει άλλα που αιωρούνται ακίνητα και τελικά, η ενέργεια από την κρούση μεταδίδεται στο τελευταίο που κάνει την ταλάντωσή του και αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται μέχρι να εξαντληθεί η αρχική ενέργεια. Αν με το τελικό μπαλάκι αναπαραστήσουμε τα κέρδη της εταιρείας, ο οργανισμός ευελπιστεί το ύψος της ταλάντωσης να είναι μεγαλύτερο από το ύψος που ξεκίνησε το αρχικό μπαλάκι. Επίσης, στόχος είναι ένα κομμάτι της επιπλέον ενέργειας να επιστρέψει στο αρχικό μπαλάκι που θα φτάσει στο ίδιο ή και σε μεγαλύτερο ύψος από την προηγούμενη ταλάντωση.

Αυτό είναι το ιδανικό σενάριο, το οποίο δεν είναι σε κάθε περίπτωση και το αποτέλεσμα. Το 2002 στη Γερμανία, οι τράπεζες ξόδευαν 0,77 ευρώ για κάθε ευρώ εσόδων. Το 2017, τα έξοδα είχαν αυξηθεί στα 0,85 ευρώ για κάθε ευρώ εσόδων. Αντίστοιχα, οι γαλλικές τράπεζες από τα 0,70 ευρώ το 2002 έπεσαν στα 0,67 το 2017. Μια από τις μεγαλύτερες μεταβολές ήταν αυτή των βρετανικών τραπεζών που από τις 0,48 λίρες ανέβηκαν στις 0,69 το 2017. Σε απόλυτα μεγέθη, οι τράπεζες στις ΗΠΑ ξοδεύουν περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο σε τεχνολογία, ενώ στο πιο πρόσφατο καταγραμμένο τρίμηνο, το ποσό ήταν κατά 10% αυξημένο με το αντίστοιχο προηγούμενο.

Αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι ότι τα έξοδα λειτουργίας των τραπεζών, διαρκώς ξεπερνούν το ρυθμό ανάπτυξης των εσόδων τους. Τα λειτουργικά έξοδα των τραπεζών μέχρι και το 2ο τρίμηνο του 2020, ήταν 21% αυξημένα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Αντίστοιχα, τα έσοδα του 2ου τριμήνου ήταν μόλις 10% αυξημένα συγκρινόμενα με το 2019. Ένα μεγάλο ποσοστό της αύξησης οφείλεται στις επενδύσεις τεχνολογίας, οι οποίες οφείλονται κυρίως στον έντονο ανταγωνισμό, ενώ ένα δεύτερο μεγάλο ποσοστό οφείλεται στους υψηλούς μισθούς εξαιτίας της έλλειψης ταλέντων.

Μια λύση που έχουν βρει οι τραπεζικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, είναι οι επενδύσεις σε εταιρείες fintech, οι οποίες, όπως έχουν δείξει τα στοιχεία μέχρι τώρα, γιγαντώνονται γρηγορότερα, καίγοντας πολύ ενέργεια. Τα μεγέθη λένε ότι ελάχιστες είναι οι fintech που καταφέρνουν σε αυτήν τη φάση να έχουν κερδοφορία, οπότε μέσω των επενδύσεων τους, οι τραπεζικοί οργανισμοί παίζουν ένα στοίχημα που ενδεχομένως θα αποφέρει κέρδη στο μέλλον. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να αποβεί δυσάρεστη, αν τελικά το παιχνίδι ξεφύγει από τα χέρια των τραπεζών και οι fintech αποσπάσουν μερίδια αγοράς, τα οποία θα τους φέρουν σε ηγετική θέση. Επομένως, είναι εξίσου σημαντικό, οι τραπεζικοί οργανισμοί να συνειδητοποιήσουν τα εσωτερικά προβλήματα που τους κάνουν αναποτελεσματικούς και να βρουν λύσεις για αυτά. Το ερώτημα είναι γιατί να τα καταφέρουν τώρα, αφού δεν τα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα;

Οι τεχνολογίες και υπηρεσίες του cloud οικοσυστήματος είναι το νέο ελιξίριο
Η ιστορική πορεία των τραπεζών μέχρι σήμερα, έχει δείξει ότι καταφέρουν στις κρίσιμες καταστάσεις να βρίσκουν κάποιο ελιξίριο που τις αναζωογονεί. Όχι όλες βέβαια. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι για τους περισσότερους τραπεζίτες ένα πιθανό ελιξίριο, δεν θέλουν να ξέρουν πως λειτουργεί, θέλουν όμως να αναζωογονήσει τους οργανισμούς που διοικούν. Η εμπειρία τους και οι γνώσεις τους δε σχετίζονται με servers, δίκτυα υπολογιστών, cloud services και τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό που θέλουν είναι πληροφορίες που θα τους βοηθήσουν να πάρουν μια απόφαση, η οποία θα μετατρέψει το ένα ευρώ σε περισσότερα.

Από μια οπτική, η μείωση των λειτουργικών εξόδων επιτυγχάνει αυτό το στόχο και επομένως είναι καλοδεχούμενη. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν τα ATM, το phone banking και το e-banking, τεχνολογίες που υποσχέθηκαν μειωμένα λειτουργικά έξοδα και πέτυχαν λίγο ως πολύ το σκοπό τους. Στη φάση που διανύουμε τα νέα τεχνολογικά ελιξίρια που έχουν τραβήξει την προσοχή των τραπεζικών οργανισμών, είναι κυρίως το cloud και η τεχνητή νοημοσύνη.

Σύμφωνα με τη Deloitte οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θέτουν τρεις στόχους, όταν προσεγγίζουν τους συμβούλους της. Τη σταδιακή απόσυρση των γερασμένων data centers, την αντικατάσταση τους με υβριδικά data centers, επομένως τη χρήση υπηρεσιών cloud και την καλύτερη τοποθέτηση τους στην αγορά όπως αυτή θα διαμορφωθεί τα ερχόμενα χρόνια.

Σπύρος Τζαμτζής
Alpha Bank
Στην τράπεζα έχουμε επιλέξει να κατευθυνθούμε προς μια hybrid cloud κατάσταση, καθώς ακόμα δεν είναι ορατό για εμάς ότι το cloud θα αποτελέσει τη μοναδική επιλογή υποδομών και εφαρμογών.

Όπως μας λέει ο Σπύρος Τζαμτζής, Διευθυντής στη Διεύθυνση Πληροφορικής της Alpha Bank, “Στην τράπεζα έχουμε επιλέξει να κατευθυνθούμε προς μια hybrid cloud κατάσταση, καθώς ακόμα δεν είναι ορατό για εμάς ότι το cloud θα αποτελέσει τη μοναδική επιλογή υποδομών και εφαρμογών. Επίσης, η στρατηγική επιλογή μας είναι mutli-cloud, έχοντας έναν βασικό συνεργάτη και άλλους που θα υποστηρίζουν επιμέρους ανάγκες μας.”

Τα βήματα αυτής της διαδρομής μπορεί να διαφέρουν σε ρυθμό και ένταση, αλλά στην ουσία είναι κοινά. Το πρώτο βήμα είναι η δημιουργία μιας λίστας εφαρμογών, οι οποίες λειτουργούν είτε ανεξάρτητα, είτε επικοινωνούν μεταξύ τους. Το δεύτερο έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η κατάργηση μιας εφαρμογής που αξιολογείται ως άχρηστη, θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα σε μια άλλη χρήσιμη.

Χρήστος Μαργαρίτης
Τράπεζα Πειραιώς
Το cloud δεν είναι για εμάς κάτι που έρχεται, αλλά ένα κομμάτι της πληροφορικής τεχνολογίας που αξιοποιούμε, δεδομένου ότι τα ψηφιακά μας κανάλια και το front office λειτουργούν ήδη σε περιβάλλον cloud.

Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, Group CIO της Τράπεζας Πειραιώς, “Σε επίπεδο υπηρεσιών, βλέπουμε περισσότερες επενδύσεις σε SaaS και PaaS, ώστε σε βάθος τριετίας να έχουμε μετασχηματίσει και μεταφέρει ένα 70% περίπου των λειτουργιών μας σε public cloud. Στο πλαίσιο αυτό, στόχος μας είναι να απλοποιήσουμε και το πορτφόλιο των εφαρμογών που διαχειριζόμαστε, το οποίο είναι αρκετά σύνθετο, οπότε με αυτό τον τρόπο θα περιορίσουμε και το κόστος συντήρησης συστημάτων.”

Ανάλογη είναι και στάση της Alpha Bank, όσον αφορά τη μετάβαση στο cloud. Κάθε φορά που η τράπεζα μεταφέρει κάποια υποδομή ή εφαρμογή στο cloud, η διοίκηση λαμβάνει υπόψιν τρεις παραμέτρους, οι οποίες βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της ασφαλούς μετάβασης. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι αν η αρχιτεκτονική του on premise συστήματος, επιτρέπει τη μετάβαση στο cloud. Η δεύτερη αν η μετάβαση καταλήγει σε λειτουργικό κόστος που είναι χαμηλότερο ή σημαντικά χαμηλότερο και τέλος αξιολογούμε και την εναπομένουσα αξία της υφιστάμενης υποδομής, η οποία στην Alpha Bank είναι αρκετά επίκαιρη και απέχει από το τέλος της ωφέλιμης ζωής της. Όπως μας λέει ο Σ. Τζαμτζής “Επί του παρόντος, δεν δίνεται προτεραιότητα στη μεταφορά προσωπικών ή άλλων κρίσιμων δεδομένων των πελατών μας και του οργανισμού.”

Επομένως, το migration στο cloud χρειάζεται μια στρατηγική, η οποία θα βασίζεται όχι μόνο σε τεχνολογικές παραμέτρους, αλλά και σε χρονοδιαγράμματα που θα ορίζουν με ακρίβεια την απόσυρση εφαρμογών σε σχέση με το διαθέσιμο κάθε φορά προϋπολογισμό επενδύσεων. Έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως στο δημόσιο τομέα, μεγάλα έργα να παγώνουν γιατί ξέμειναν από κεφάλαια. Στο ίδιο πλαίσιο, αν και στην πράξη είναι ξεχωριστή φάση, περιλαμβάνεται η ομαδοποίηση εφαρμογών, ώστε η μετάβαση να γίνει σε λιγότερες δόσεις με οφέλη τη μικρότερη αναστάτωση για τον οργανισμό και τον περιορισμό των δαπανών.

Το επόμενο και προτελευταίο στάδιο είναι η συγγραφή ενός εγχειριδίου μετάβασης στο cloud. Σε αυτό εκτός από τα βήματα που πρέπει να γίνουν, θα πρέπει να προβλέπονται και εναλλακτικά σχέδια για την περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα από την καθημερινότητά, εάν ετοιμάζουμε μια αναφορά, η οποία πρέπει να είναι στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα, φροντίζουμε να έχουμε τουλάχιστον δύο υπολογιστές. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις σε τραπεζικούς οργανισμούς, αλλά ακόμα και σε τεχνολογικούς κολοσσούς που υποτίθεται ότι έχουν περισσότερη γνώση και εμπειρία, να βγαίνουν εκτός λειτουργίας συστήματα μετά από κάποιο update.

Το τελευταίο βήμα που είναι η εκτέλεση της διαδικασίας μετάβασης, χρειάζεται έναν καλό ενορχηστρωτή και μια καλά συντονισμένη ορχήστρα, η οποία συχνά, ειδικά σε έργα που αφορούν τραπεζικούς οργανισμούς, θα έχει αρκετούς εξωτερικούς συνεργάτες.

Από πάνω προς τα κάτω
Στα θεμέλια όλων των τραπεζών που έχουν ιστορία μεγαλύτερη των 10 ετών, βρίσκονται core banking συστήματα, τα οποία είναι βασισμένα σε τεχνολογίες αρκετών δεκαετιών πίσω. Οι κατασκευαστές αυτών των τεχνολογιών φροντίζουν διαρκώς για την αναβάθμισή τους, ώστε τα συστήματα να εξυπηρετούν τις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά και πάλι οι τεχνολογίες αυτές δεν μπορούν να αποκτήσουν την ευελιξία νεότερων τεχνολογιών που έχουν χρησιμοποιηθεί από τις νεοσύστατες ψηφιακές τράπεζες. Οι τελευταίες δεν συζητάνε αυτήν την περίοδο για μετάβαση στο cloud, καθώς οι περισσότερες γεννήθηκαν μέσα στο cloud.

Ιωάννης Τσαβδαρίδης
Τράπεζα Ηπείρου
Η ψηφιακή μετάβαση που η τράπεζα ξεκίνησε το 2016, απαιτούσε την βελτίωση και εκσυγχρονισμό των κεντρικών υποδομών. Aυτό το αρκετά δύσκολo έργο, καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε σε διάστημα 10 μηνών.

Η αλλαγή των core banking συστημάτων με νεότερα δεν είναι μια εύκολη διαδικασία και δε σημαίνει σε κάθε περίπτωση ότι η τράπεζα θα επιλέξει για το νέο της σύστημα τη λύση του cloud. Όπως μας λέει ο Ιωάννης Τσαβδαρίδης, Διευθυντής Πληροφορικής & Ψηφιακής Τραπεζικής στη Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου, “Το core banking που είχαμε, είχε ολοκληρώσει το κύκλο ζωής του, καθώς λειτουργούσε από το 2003. Η ψηφιακή μετάβαση που η τράπεζα ξεκίνησε το 2016, απαιτούσε την βελτίωση και εκσυγχρονισμό του κεντρικών υποδομών. Aυτό το αρκετά δύσκολo έργο, καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε σε διάστημα 10 μηνών.” Ωστόσο, παρότι η αλλαγή του core banking έγινε σχετικά πρόσφατα, η τράπεζα δεν επέλεξε μια cloud based λύση, αλλά Windows – based λύση που λειτουργεί σε δικό της data centre.

Παναγιώτης Τουρναβίτης
Τράπεζα Καρδίτσας
Ήδη έχουμε ξεκινήσει να εξετάζουμε τη μεταφορά του disaster recovery στο cloud και αυτό το έργο θα λειτουργήσει και ως οδηγός για τα επόμενα βήματα.

Η Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας ακολούθησε μια παρόμοια στρατηγική και μεσοπρόθεσμα σχεδιάζει τη μετάβαση στο cloud, δεδομένου ότι η κατασκευάστρια εταιρεία του core banking συστήματος, έχει ήδη μετατρέψει το λογισμικό της σε cloud based με δυνατότητα υλοποίησης πάνω σε Microsoft Azure. Όπως μας λέει ο Παναγιώτης Τουρναβίτης, CEO της τράπεζας, “Ήδη έχουμε ξεκινήσει να εξετάζουμε τη μεταφορά του disaster recovery στο cloud και αυτό το έργο θα λειτουργήσει και ως οδηγός για τα επόμενα βήματα.”

Για την Τράπεζα Πειραιώς, η μετάβαση στο cloud έχει ξεκινήσει ήδη, ακολουθώντας επίσης τη στρατηγική από πάνω προς τα κάτω. Σύμφωνα με τον Χάρη Μαργαρίτη, “Το cloud δεν είναι για εμάς κάτι που έρχεται, αλλά ένα κομμάτι της πληροφορικής τεχνολογίας που αξιοποιούμε, δεδομένου ότι τα ψηφιακά μας κανάλια και το front office λειτουργούν ήδη σε περιβάλλον cloud.”
Στην Αlpha Bank, η διοίκηση πληροφορικής έχει αξιολογήσει ήδη συστήματα που δικαιούνται προτεραιότητα στη μετάβαση στο cloud και σε αυτό το πλαίσιο είναι σε συνεργασία με τις εταιρείες του χώρου για να ολοκληρώσει τη μελέτη αξίας και σκοπιμότητας. Όπως μας λέει ο Σ. Τζαμτζής, “Τα συστήματα που έχουμε επιλέξει λειτουργούν σήμερα ως επί το πλείστον σε virtual farms ενώ έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μικρή ή μηδενική εξάρτηση από άλλα συστήματα του οργανισμού που δεν είναι εφικτό να μεταφερθούν στο cloud. Επίσης, η PSD 2 API υποδομή μας εγκαταστάθηκε εξ αρχής στο MS Azure, ενώ στο μέλλον βλέπουμε ευκολότερη την απόφαση για τη μετάβαση για τα συστήματα που εξυπηρετούν τις e-banking και mobile banking υπηρεσίες μας, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συστήματα αυτά είναι ήδη εκτεθειμένα στο internet.” Η στρατηγική των τεσσάρων τραπεζών είναι σχεδόν αναγκαστική.

Η άμεση μετάβαση των core banking συστημάτων τους στο cloud, θα ήταν ένα έργο δύσκολο και δαπανηρό. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι τα υπάρχοντα core banking συστήματα δεν θα μεταβούν στο cloud τα ερχόμενα χρόνια. Μέχρι τότε, οι παλαιές τράπεζες και οι νέοι ψηφιακοί ανταγωνιστές τους, θα προσπαθούν να διεκδικήσουν το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς με τα εργαλεία που έχουν στα χέρια τους.

Αλλαγή προμηθευτή με το πάτημα ενός κουμπιού
Η πλήρης μετάβαση στο cloud συνεπάγεται και τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στον προμηθευτή των υπηρεσιών και τον πελάτη. Στο τελικό στάδιο της μετάβασης, ο τραπεζικός οργανισμός δε διαθέτει καμία δική του υποδομή data center. Τα περιουσιακά του στοιχεία είναι bits πληροφορίας που μπορεί να βρίσκονται αποθηκευμένα μερικές δεκάδες ή και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα κεντρικά γραφεία. Αναλογικά, θα ήταν σαν να λέγαμε σε έναν τραπεζίτη του 19ου αιώνα ότι το χρηματοκιβώτιο του, θα είναι ένα έγγραφο, το οποίο μάλιστα είναι αποθηκευμένο σε ένα ασφαλή χώρο που δε βρίσκεται μέσα στην τράπεζα του.

Προφανώς θα μας πέρναγε για τρελούς, αλλά όπως φαίνεται η ανάγκη μείωσης του λειτουργικού κόστους και συντονισμού με την ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας, έχει πλέον μετατρέψει την τρέλα σε λογική.

Στην περίοδο που διανύουμε, η προμήθεια cloud υπηρεσιών έχει συγκεντρωθεί σε 4-5 μεγάλες εταιρείες.

Οι ρυθμιστικές αρχές βρίσκονται σε επιφυλακή για να αποτρέψουν φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα που ανησυχεί τους πελάτες τους.

Στο παρελθόν έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά που αφορούσαν αλλαγή τιμολογιακής πολιτικής ενός προμηθευτή, χωρίς όμως ο πελάτης να έχει εύκολες λύσεις για να απαγκιστρωθεί. Η λύση στο πρόβλημα αυτό, όσον αφορά τις υπηρεσίες cloud, θα μπορούσε να είναι μια τεχνολογία, η οποία θα επέτρεπε στον πελάτη, να μεταφέρει τα δεδομένα του στις υποδομές ενός άλλου προμηθευτή και αυτά να βρουν αυτόματα και γρήγορα τις θέσεις τους, ώστε οι διαδικασίες να συνεχίσουν να λειτουργούν σαν να μην έχει αλλάξει κάτι στο παρασκήνιο.

Η τεχνολογία αυτή έχει δημιουργηθεί και είναι ένας συνδυασμός των Kubernetes και των containers. Ένα container δίνει τη δυνατότητα σε μια εφαρμογή να λειτουργεί απρόσκοπτα και αξιόπιστα, ανεξάρτητα από το λειτουργικό σύστημα και την πληροφορική υποδομή. Ένα container περιέχει όλα όσα χρειάζονται για να λειτουργήσει η εφαρμογή και η διαφορά του από την τεχνολογία που είναι γνωστή ως virtual machine, είναι ότι δεν περιλαμβάνει το λειτουργικό σύστημα, οπότε απαιτεί λιγότερους υπολογιστικούς πόρους για να λειτουργήσει.

Τα Kubernetes ή εν συντομία K8s είναι συστήματα ανοιχτού κώδικα, τα οποία λειτουργούν ως ενορχηστρωτές για τη διαχείριση εφαρμογών που λειτουργούν σε διαφορετικά υπολογιστικά συστήματα (hosts). Οπότε, τα Kubernetes προσφέρουν μηχανισμούς για την ανάπτυξη, συντήρηση και αναβάθμιση εφαρμογών που είναι εγκατεστημένες σε containers. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένας οργανισμός έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει εφαρμογές που αξιοποιούν την τεχνολογία Kubernetes από ένα container, δηλαδή έναν προμηθευτή υπηρεσιών cloud, σε οποιονδήποτε άλλο. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη της VMware, η αποδοχή των Kubernetes σε εταιρείες άνω των 1000 εργαζόμενων, εκτινάχθηκε από το 27% το 2018 στο 48% το 2020. Η μεγαλύτερη αποδοχή παρουσιάζεται στους τομείς των τραπεζών, της υγείας, του λιανεμπορίου και των τηλεπικοινωνιών.

Το μειονέκτημα των δύο τεχνολογιών είναι η νεότητά τους. Τα Kubernetes με τη μορφή του ανοιχτού κώδικα, έχουν σχεδόν 5 χρόνια παρουσίας. Η κύρια ανησυχία των εν δυνάμει χρηστών, είναι η ασφάλεια της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τη μελέτη StackRox State of Container and Kubernetes Security, το 90% όσων απάντησαν, αντιμετώπισαν κάποιο περιστατικό ασφάλειας στη συνδυαστική χρήση containers και Kubernetes την περασμένη χρονιά. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν οι μισές από τις εταιρείες που συμμετείχαν αποφάσισαν να καθυστερήσουν τη μεταφορά εφαρμογών σε αυτό το συνδυαστικό περιβάλλον.

Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, κάθε νέα τεχνολογία έχει τα προβλήματά της, θεωρεί όμως ότι αυτά θα λυθούν και μάλιστα γρηγορότερα από όσο ήταν αναμενόμενο, εξαιτίας της πίεσης που έχει ασκήσει η πανδημία στη μετάβαση πολύ μεγαλύτερου αριθμού εφαρμογών στο cloud.

Παρόμοια είναι και η θέση του Σπύρου Τζαμτζή, ο οποίος θεωρεί ότι “Στην περίπτωση αλλαγής cloud provider, τα πράγματα έχουν απλοποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν, αλλά παραμένουν προβλήματα, όπως για παράδειγμα τα διαφορετικά συστήματα διαχείρισης των υποδομών των providers, τα οποία δεν κάνουν τη μετάβαση τόσο απλή όσο το πάτημα ενός κουμπιού.” Ο ίδιος συμπληρώνει ότι πρέπει να αξιολογηθούν και οι αλλαγές που χρειάζονται να γίνουν στα συστήματα ασφάλειας της τράπεζας, τα οποία διασφαλίζουν την επικοινωνία μεταξύ του εκάστοτε cloud provider και των ιδιόκτητων Data Centers.

Ωστόσο, η Alpha Bank δείχνει έμπρακτα την εμπιστοσύνη της στις δύο νέες τεχνολογίες, καθώς είναι από τις πρώτες τράπεζες που στην πρόσφατη αναβάθμιση των συστημάτων της, η διοίκηση φρόντισε ώστε η υλοποίησή τους να βασίζεται σε μservices και containers.

To data management σύστημα μας είναι ήδη container & cloud ready, ενώ εντός του πρώτου τριμήνου του έτους θα λειτουργούμε σε private cloud την containerized έκδοση για τα δύο layers (channel & middle) της Tier αρχιτεκτονικής των core banking συστημάτων μας. Οπότε όπως λέει ο Σ. Τζαμτζής “Η μεταφορά αυτών των συστημάτων σε public cloud είναι διοικητική απόφαση.”

Το ransomware αλλάζει τα δεδομένα στον τομέα του cyber insurance

Το ζήτημα των κυβερνοεπιθέσεων έχει αποτελέσει ιδίως τα τελευταία χρόνια έναν μεγάλο «πονοκέφαλο» για τις ασφαλιστικές εταιρείες που αναγκάζονται να εισάγουν νέα προγράμματα ασφάλισης προς τις επιχειρήσεις προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις συνεχείς αποζημιώσεις για επιθέσεις στα εταιρικά συστήματα.

Μιχάλης Μίγγος, TicTac
Συχνά, οι οργανισμοί αποφεύγουν να δημοσιεύσουν στοιχεία σχετικά με το ύψος των λύτρων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν δημοσιοποιούν ούτε το περιστατικό της επίθεσης. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να προκύψουν ασφαλή στατιστικά στοιχεία.

Οι κυβερνοεπιθέσεις τύπου ransomware που βλέπουν τα φώτα της δημοσιότητας είναι η κορυφή του παγόβουνου, σύμφωνα με το Μιχάλη Μίγγο, IT Director της TicTac, η οποία ειδικεύεται στην παροχή υπηρεσιών προς εταιρείες και ιδιώτες που έχουν πέσει θύματα ransomware, “Συχνά, οι οργανισμοί αποφεύγουν να δημοσιεύσουν στοιχεία σχετικά με το ύψος των λύτρων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν δημοσιοποιούν ούτε το περιστατικό της επίθεσης. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να προκύψουν ασφαλή στατιστικά στοιχεία.”

Η μελέτη της Sophos (The State of ransomware 2020), η οποία δημοσιεύτηκε το Μαϊο του 2020, στο σύνολο των επιθέσεων που πραγματοποιήθηκαν το 73% ήταν πετυχημένες.

Το μέσο κόστος ανά επίθεση, όσον αφορά την πληρωμή λύτρων διαμορφώθηκε στα 760.000 δολάρια. Από τις εταιρείες που δέχτηκαν επίθεση το 84% είχαν ένα συμβόλαιο cyber insurance, αλλά το 64% είχαν κάλυψη για περιστατικά τύπου ransomware. Η αξιοπιστία των ασφαλιστικών εταιρειών ήταν πολύ υψηλή την περασμένη χρονιά, καθώς στο 94% των περιστατικών τα λύτρα πληρώθηκαν.

Νίκος Γεωργόπουλος, Cyber Insurance Advisor
Μια επίθεση είναι πιθανό να ενεργοποιήσει πολλες ασφαλιστικές καλύψεις ενός ασφαλιστηριου συμβολαίου. Αν για παράδειγμα υπάρχει διαρροή δεδομένων, ενεργοποιούνται ασφαλιστικές καλύψεις που αφορούν την ευθύνη της εταιρίας για την ασφάλεια των δεδομένων που διατηρεί, αλλά και οι ασφαλιστικές καλύψεις που έχουν σχέση με απώλεια εσόδων λόγω διακοπής λειτουργιών του οργανισμού.

Ο Νίκος Γεωργόπουλος, Cyber Insurance Advisor, μας λέει “Μέχρι τώρα για επιθέσεις ransomware που έγιναν το 2021, τα λύτρα που έχουν ζητηθεί είναι περίπου 650 εκατομμύρια δολάρια σε λύτρα. Ωστόσο δε γνωρίζουμε το ποσό που καταβλήθηκε ή θα καταβληθεί τελικά.”

Ένα ποσοστό των λύτρων πληρώθηκε από τις ασφαλιστικές εταιρείες, με τις οποίες τα θύματα είχαν συνάψει συμβόλαια, οπότε τα βάρη για τους ισολογισμούς των εταιρειών ήταν μικρότερα από το παραπάνω ποσό. Χρειάζεται όμως να συνεκτιμήσουμε ότι το ποσό αυτό δεν περιλαμβάνει τις οικονομικές ζημιές που υπέστησαν οι οργανισμοί, λόγω της μειωμένης λειτουργικότητάς τους από τη στιγμή της επίθεσης και μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως η λειτουργία των πληροφορικών τους συστημάτων.

Επομένως, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μια από τις αιτίες για την αύξηση του κόστους των ασφαλίσεων από 50% έως και 60% ήταν η “διπλή” απειλή μιας επίθεσης με ransomware. Πλέον οι επιθέσεις εκτός από το κλείδωμα των συστημάτων στοχεύουν και στην κλοπή δεδομένων, τα οποία στη συνέχεια οι εγκληματίες χρησιμοποιούν ως μέσο εκβιασμού. Παράλληλα, οι ασφαλιστικές εταιρείες προετοιμάζονται για ένα μεγαλύτερο κύμα επιθέσεων, οπότε σύμφωνα με τον Νίκο Γεωργόπουλο, έχουμε μπροστά μας αρκετές ακόμα αυξήσεις τιμών μέχρι να φτάσουμε σε μια σταθεροποίηση.

Η αγορά του cyber insurance είναι παγκόσμια
Αν και οι καταστροφές εξαιτίας των καιρικών φαινομένων τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά πιο σφοδρές σε σχέση με το παρελθόν, τυφώνες, όπως αυτοί που έπληξαν την πολιτεία του Κεντάκι και είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια πάνω από 100 ανθρώπινων ζωών, δεν είναι συνηθισμένοι στη χώρα μας.

Ενώ όμως η σφοδρότητα των καιρικών φαινομένων εξαρτάται άμεσα από τη γεωγραφία μιας περιοχής, δεν ισχύει το ίδιο και για τη σφοδρότητα των κυβερνοεπιθέσεων, οι οποίες μπορεί να ξεκινήσουν από οπουδήποτε και να δημιουργήσουν ζημιές σε δεκάδες γεωγραφικές περιοχές ταυτόχρονα.

Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε από μια έρευνα που πραγματοποίησε η Kaspersky, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 5η θέση στον κόσμο ως προς τον αριθμό επιθέσεων σε βιομηχανικά συστήματα.
Γενικότερα, όμως οι πληροφορίες για τον αριθμό των επιθέσεων ανά χώρα και ανά τομέα είναι πολύ φειδωλές, καθώς οι περισσότεροι οργανισμοί επιλέγουν να μη δημοσιοποιούν τα περιστατικά.
Δύο σημαντικές βιομηχανίες της Ελλάδας, ο τουρισμός και η ναυτιλία έχουν ήδη βρεθεί στο στόχαστρο κυβερνοεγκληματιών.

Σύμφωνα με τον Σπύρο Λαθούρη, head of IT και cyber risks expert του ομίλου Howden Matrix, οι οργανισμοί των δύο αυτών τομέων έδειξαν το περασμένο έτος ενδιαφέρον για τις υπηρεσίες cyber insurance.

Όπως αναφέρει ο ίδιος, γενικότερα εξαγωγικές εταιρείες και εταιρείες που συνεργάζονται με το εξωτερικό, είναι αυτήν την περίοδο περισσότερο ευαισθητοποιημένες, γιατί ακούν πιο συχνά από συνεργάτες τους διάφορα περιστατικά, αλλά και γιατί υποχρεώνονται στη χρήση υπηρεσιών cyber insurance, προκειμένου να μπουν σε μια συνεργασία.

Πλέον οι ασφαλιστικές δεν δέχονται να τους ασφαλίσουν όλους
Της συμφωνίας ασφάλισης κινδύνων που προέρχονται από κυβερνοεπιθέσεις προηγείται μια διαδικασία (underwriting), η οποία έχει στόχο να αξιολογήσει τις προετοιμασίες που έχει κάνει ο οργανισμός, προκειμένου να προστατευτεί. Πρόκειται για ένα μοντέλο ανάλογο με αυτό που ισχύει για μια ασφάλεια οικίας, όπου εάν ο ιδιοκτήτης έχει φροντίσει να εγκαταστήσει πόρτα ασφαλείας και συναγερμό έχει χαμηλότερο κόστος ασφάλισης από κάποιον άλλο που δεν έχει λάβει τα ίδια μέτρα προστασίας.

Στην περίπτωση που η ασφαλιστική εταιρεία κρίνει ότι ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος, είναι πολύ πιθανό να μη δεχτεί την ασφάλιση του, κάτι που όπως λέει ο Κώστας Βούλγαρης, επικεφαλής του κλάδου Χρηματικών Απωλειών της AIG στην Ελλάδα “Συμβαίνει πλέον αρκετά συχνά στον τομέα του cyber insurance. Αν και η πρακτική αυτή ακούγεται ως αδιέξοδο στην πράξη είναι ένα κίνητρο για τους οργανισμούς, ώστε να δουν τις αδυναμίες τους και να τις διαχειριστούν. Ακόμα και η ίδια η διαδικασία του underwriting είναι ένα πρώτο βήμα, καθώς πολλοί οργανισμοί αποκτούν για πρώτη φορά αυτογνωσία μέσω αυτής.

Ωστόσο, όπως αναφέρει η κυρία Δήμητρα Ξηντάρα, senior cyber risk strategist και data protection officer του Ομίλου Eurolife FFH, “Πριν ακόμα φτάσει σε αυτό το στάδιο ένας οργανισμός, θα πρέπει να έχει φροντίσει για την εκπαίδευση των executive στελεχών που θα εμπλακούν στη διαδικασία του underwriting. Όπως λέει ο Σπύρος Λαθούρης, “Oι πελάτες πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουν τι προσφέρουν οι υπηρεσίες που τους πουλά μια ασφαλιστική εταιρεία και ακόμα περισσότερο δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να κάνουν όλα αυτά που τους ζητάει η διαδικασία του underwriting.

“Πολύ συχνά ακούμε από εν δυνάμει πελάτες να απορούν γιατί χρειάζονται μια ασφαλιστική υπηρεσία, δεδομένου ότι οι εφαρμογές του λειτουργούν πάνω στο ασφαλές cloud της τάδε εταιρείας. Οπότε δεν κατανοούν ότι ανάμεσα στη Microsoft και τον οργανισμό παρεμβάλλονται εφαρμογές, οι οποίες ανοίγουν την πόρτα στο 14% των κυβερνοεπιθέσεων.”

Η όλη κατάσταση είναι φρέσκια και για τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες σίγουρα τα ερχόμενα χρόνια θα πρέπει να κάνουν ενέργειες ώστε να μειώσουν την πολυπλοκότητα του udnerwriting.
Όπως αναφέρει ο Κώστας Βούλγαρης, “Στόχος όλων των stakeholders είναι να κάνουν πιο ασφαλίσιμο τον κίνδυνο. Ο μεσίτης που θα χρειαστεί να πάει 3 προσφορές σε έναν πελάτη θα χρειαστεί να πάει και 3 διαφορετικά χαρτιά αξιολόγησης των υποδομών.

Οπότε, ίσως θα βοηθούσε αν στο μέλλον οι ασφαλιστικές εταιρείες φρόντιζαν να υπάρχει μια πιο τυποποιημένη διαδικασία underwriting.”

Οι αυξήσεις των τιμών, οφείλονται στην αλλαγή της φύσης του κινδύνου και την επανατιμολόγησή του.
Δεν είναι μόνο οι άμεσες αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών που διαμορφώνουν τον τομέα του cyber insurance. Οι απαλλαγές της ασφαλιστικής από τους καλυπτόμενους κινδύνους διαμορφώνονται σε υψηλότερα ποσά. Όπως μας λέει ο Νίκος Γεωργόπουλος, “Μια επίθεση είναι πιθανό να ενεργοποιήσει πολλες ασφαλιστικές καλύψεις ενός ασφαλιστηριου συμβολαίου.
Αν για παράδειγμα υπάρχει διαρροή δεδομένων, ενεργοποιούνται ασφαλιστικές καλύψεις που αφορούν την ευθύνη της εταιρίας για την ασφάλεια των δεδομένων που διατηρεί, αλλά και οι ασφαλιστικές καλύψεις που έχουν σχέση με απώλεια εσόδων λόγω διακοπής λειτουργιών του οργανισμού.”

Οι ειδικοί σε θέματα ασφάλειας δηλώνουν ιδιαίτερα ανήσυχοι για τα όσα μας επιφυλάσσει η νέα χρονιά. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε για λογαριασμό της HP, οι επιθέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι πιθανόν να είναι περισσότερες φέτος.

Άλλωστε, όπως είδαμε και το 2021, δύο από τα σημαντικότερα περιστατικά ransomware αφορούσαν στην εφοδιαστική αλυσίδα και μάλιστα ένα εξ αυτών στο πληροφοριακό σύστημα της Colonial Pipeline σχεδόν παρέλυσε ένα μεγάλο ποσοστό της τροφοδοσίας καυσίμων στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ.

Αναζητώντας τις αιτίες του φαινομένου, οι συντάκτες της έρευνας, προβλέπουν ότι τα λογισμικά ανοιχτού κώδικα θα περιλαμβάνουν συχνότερα κακόβουλο κώδικα. Από τη μια ακούγεται λογικό μια εταιρεία που εμπορεύεται λογισμικό να θέλει να ευαισθητοποιήσει τους αγοραστές που επιλέγουν το λογισμικό ανοιχτού κώδικα.

Από την άλλη και δεδομένου ότι το λογισμικό ανοιχτού κώδικα επιβλέπεται από εκατομμύρια μάτια, είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι δυσκολότερο να υπεισέλθει σε αυτό κακόβουλος κώδικας, σχετικά με απροσεξίες που έχουμε συνηθίσει σε εμπορικά λογισμικά. Και ενώ θα μπορούσε να πει κάποιος ότι στο παραπάνω θέμα, τα συμπεράσματα της έρευνας είναι αμφιλεγόμενα, καμία αμφιβολία δε χωράει στο συμπέρασμα της σχετικά με τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στους πιο ευάλωτους οργανισμούς.

Ενώ όμως η αύξηση των επιθέσεων με την πρώτη ματιά ακούγεται ως κάτι δυσάρεστο και πράγματι είναι, ανοίγει και ένα παράθυρο αισιοδοξίας για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι περισσότεροι οργανισμοί θα κινητοποιηθούν ώστε να προστατέψουν καλύτερα τις πληροφορικές τους υποδομές.

Παράλληλα και καθώς οι επιθέσεις θα αυξάνονται, περισσότεροι οργανισμοί θα επιλέγουν την αγορά ασφαλιστικών υπηρεσιών, το οποίο αν συμβεί είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε μείωση της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών. Το ίδιο έχει συμβεί στο παρελθόν και με την ασφάλιση άλλων κινδύνων, όπως τα οδικά ατυχήματα και οι ασφαλίσεις οικιών, οπότε είναι λογικό να περιμένουμε ότι θα συμβεί και σε αυτόν τον τομέα.

Ακόμα και αν κάναμε την υπόθεση ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες αποζημίωσαν για το σύνολο λύτρων που πληρώθηκαν το 2021, το ποσό είναι ελάχιστο μπροστά στο ύψος των αποζημιώσεων που αφορούν φυσικές καταστροφές, οι οποίες για το 2020 έφτασαν τα 210 δισεκατομμύρια δολάρια, από 166 δισεκατομμύρια το 2019. Δεδομένου ότι οι φυσικές καταστροφές είναι περισσότερο απρόβλεπτες σε σχέση με μια κυβερνοεπίθεση, είναι αναμενόμενο ότι βραχυπρόθεσμα οι ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορέσουν να σταθμίσουν καλύτερα τους κινδύνους και με τη βοήθεια των οργανισμών να διαμορφώσουν σε πιο ανεκτά επίπεδα τις τιμές των ασφαλίστρων.

Θα μπορούσε ενα περιστατικό παραβίασης ασφάλειας να ενεργοποιήσει και ασφαλιστήρια που αφορούν ευθύνες στελεχών
Υπάρχουν περιστατικά που η κακή διαχείρισή τους ενεργοποίησε και άλλες εποπτικές αρχές, όπως η Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία επέβαλε πρόστιμα σε στελέχη εισηγμένων εταιριών γιατί η μη ανακοίνωση των περιστατικών αυτών και η μη σωστή απεικόνιση του κόστους τους ή η παράλειψη αναφοράς του στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους αλλοίωσαν τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας και έβλαψαν τους μετόχους της.

Επίσης, η πληρωμή λύτρων σε περιπτώσεις κυβερνοεκβιασμού μπορεί να επιφέρει πρόστιμα από τις αρχές ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Θεωρώντας τις παραβιάσεις πληροφοριακών συστημάτων σε ένα ιστορικό πλαίσιο, βλέπουμε ότι η απαίτηση λύτρων από κυβερνοεγκληματίες είναι ένα σχετικά φρέσκο δεδομένο στο οικοσύστημα του κυβερνοεγκλήματος. Στο παρελθόν, οι hackers αντιμετωπίζονταν συχνά και ως ήρωες ή ως διφορούμενες προσωπικότητες μια εκ των οποίων ήταν και αυτή του Ρομπέν των Δασών.

Δεν είναι λίγες οι κινηματογραφικές ταινίες που έχουν αναδείξει τους hackers για την ευφυΐα τους, ενώ πολύ περισσότερες είναι οι περιπτώσεις που hackers έχουν γίνει συνεργάτες των οργανισμών που έχουν παραβιάσει.

Όταν όμως ο παράγοντας του οικονομικού οφέλους γίνεται πρωταγωνιστής σε μια κυβερνοεπίθεση, είναι πιθανότερο το άτομο ή συνήθως η ομάδα που την υλοποίησε να χαρακτηριστούν ως εγκληματίες και με αυτή την εικόνα να αποτυπωθούν στο ευρύτερο κοινό. Θεωρούμε ότι σε αυτήν τη φάση βρισκόμαστε τώρα, καθώς στις επιθέσεις που έχουν γίνει γνωστές, δεν έχουν δημοσιευτεί στοιχεία που να δείχνουν ότι το κοινό καλό ήταν μια από τις αιτίες τους.

Στα μάτια του κοινού αλλά και των αρχών, οι ομάδες που κάνουν επιθέσεις τύπου ransomware εντάσσονται περισσότερο στην κατηγορία των σκληρών εγκληματιών, μια εικόνα που έχει ενισχυθεί από επιθέσεις που έγιναν ακόμα και σε πληροφοριακά συστήματα που είχαν άμεση σχέση με την ανθρώπινη ζωή, όπως σε νοσοκομεία και αεροδρόμια.

Δεδομένης της κατάστασης, θα μπορούσε ένας οργανισμός να εξετάσει το ενδεχόμενο, κάποιος εργαζόμενος σε υψηλά ή χαμηλά κλιμάκια της διοίκησης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα phishing, να θεωρηθεί ύποπτος ως συνένοχος σε μια επίθεση τύπου ransomware.

Σε αυτήν την περίπτωση, ο ύποπτος θα μπορούσε να θεωρηθεί συνένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίον. Προσωρινά, δεν έχουν αναφερθεί τέτοια περιστατικά για εργαζόμενους σε χαμηλές βαθμίδες του οργανισμού, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον, αν οι ζημιές γίνουν συχνότερες ή μεγαλύτερες για τους οργανισμούς.

Η σχέση των cryptos με το asset management είναι πιο δυνατή από όσο νομίζαμε

Με βουτιά άνω του 10%, το bitcoin αντέδρασε στη διπολική συμπεριφορά του Elon Musk, ο οποίος ενώ στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου είχε πει ότι η Tesla θα δέχεται τα bitcoins από αγοραστές των προϊόντων της, ανακάλεσε αυτήν την απόφαση στις αρχές Μαΐου. Η επίσημη δικαιολογία του ιδρυτή της Tesla, η οποία, το Φεβρουάριο, είχε αγοράσει bitcoins αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ήταν ότι το bitcoin επιβαρύνει την κλιματική αλλαγή, γιατί οι υπολογιστές που το εξορύσσουν, σπαταλούν πολύ ηλεκτρική ενέργεια.

Μάλιστα ο Elon Musk φρόντισε να τονίσει ότι οι σπάταλοι ενεργειακά υπολογιστές είναι κυρίως στην Κίνα, η οποία δεν είναι ακόμα αρκετά φιλική προς το περιβάλλον γιατί καίει μολυσματικούς άνθρακες.

Το γεγονός θορύβησε αρκετούς κατόχους και άλλων κρυπτονομισμάτων εκτός του bitcoin, όπως το dogecoin και το Ethereum, τα οποία βρήκαν καλή ιδέα να κάνουν ανάλογες βουτιές. Οπότε, επανήλθαν στη συνειδητή σκέψη ερωτήματα, όπως “μήπως η αγορά είναι χειραγωγήσιμη;”, “μήπως είναι μύθος ότι τα κρυπτονομίσματα δεν έχουν σχέση με άλλους δείκτες της αγοράς;”, “μήπως η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται από κάποιους ανάλογα με τις διαθέσεις τους;”

Αρκετό καιρό πριν συμβούν αυτά τα ευτράπελα, η Iconic Funds, μια εταιρεία μελετών με έδρα στη Φρανκφούρτη, είχε αναθέσει σε δύο ερευνητές της, τους Robert Richter και Philipp Rosenbach να εξετάσουν το ενδεχόμενο “Η μηδενική συσχέτιση μεταξύ κρυπτονομισμάτων και δεικτών αγοράς, να μην είναι τελικά τόσο μηδενική”.

Και ναι δεν είναι
Όπως λένε οι δύο ερευνητές στην εισαγωγή του άρθρου που προέκυψε από την έρευνα τους, μέχρι το bitcoin και άλλα κρυπτονομίσματα να αποκτήσουν ευρεία αποδοχή, υπήρχε η υπόθεση ότι δεν ήταν σχετιζόμενα με άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, τον περασμένο Μάρτιο, μια βουτιά της αγοράς, για την οποία καταλυτικό ρόλο έπαιξε η έναρξη της πανδημίας, η αξία των κρυπτονομισμάτων ακολούθησε παρόμοια πορεία την ημέρα που χαρακτηρίστηκε ως “Black Thursday”. Αν αφήσουμε προσωρινά στην άκρη τη δεισιδαιμονική στάση απέναντι στο μαύρο, θα διαπιστώσουμε, όπως άλλωστε έκαναν και οι ερευνητές της Iconic Funds ότι η “υπόθεση είναι η χειρότερη μορφή επιστήμης”. Δεδομένου ότι η έρευνα με τίτλο “Investigating the Myth of Zero Correlation Between Crypto Currencies and Market Indices” είναι δωρεάν διαθέσιμη, δε θα σταθούμε στη μεθοδολογία, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στις σελίδες της, αλλά θα πάμε απευθείας στα αποτελέσματα.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης συσχετισμού είναι διαθέσιμα στον πίνακα 2. Ο πίνακας δείχνει τα Pearson correlations σε ποσοστιαίες μονάδες. Τρεις είναι οι γενικές παρατηρήσεις που έλκουν τη ματιά μας με την πρώτη ανάγνωση του πίνακα. Το Tether φαίνεται να πολύ χαμηλή συσχέτιση με όλα τα υπόλοιπα κρυπτονομίσματα.

Το αποτέλεσμα αυτό θεωρείται αναμενόμενο, καθώς το Tether ανήκει στην οικογένεια των stable coins, οπότε η αξία του είναι περιορισμένη στη γειτονιά του $1. Η δεύτερη παρατήρηση είναι το LEO φαίνεται επίσης να έχει χαμηλή συσχέτιση με τα υπόλοιπα κρυπτονομίσματα. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται ότι το LEO έχει διαφορετική “νοοτροπία” από τα υπόλοιπα κρυπτονομίσματα, καθώς οι δημιουργοί του δεν το προόρισαν να γίνει μια παγκόσμια μέθοδος συναλλαγών.

Επιπλέον, οι αρχικές πωλήσεις του LEO έγιναν σε μικρό ιδιωτικό κύκλο, οπότε περιορίστηκε η έκθεση του. Εκτός από αυτά τα δύο κρυπτονομίσματα, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι ο συσχετισμός των άλλων είναι από μέτριος μέχρι υψηλός.

Οπότε, τα υπόλοιπα κρυπτονομίσματα θα πρέπει να θεωρούνται ως συγκοινωνούντα δοχεία με την αγορά. Επίσης, επειδή γνωρίζουμε ότι τα κρυπτονομίσματα διαγράφουν περίπου παράλληλες πορείες, είναι φυσικό να αναμένουμε ότι οι μεταβολές των αγορών θα τα επηρεάζουν σχεδόν εξίσου.

Αποτελέσματα συσχέτισης μεταξύ των κρυπτονομισμάτων

Μόνο τα stable coins γλιτώνουν από τα κύματα των αγορών
Όπως φαίνεται στον πίνακα 4, τα Bitcoin, Ethereum και Chainlink είναι τα νομίσματα που παρουσιάζουν την πιο αξιόλογη στατιστικά συσχέτιση με τους σημαντικότερους δείκτες της αγοράς. Αν και αρχικά, αυτή η παρατήρηση μπορεί να στηρίξει την υπόθεση ότι τα κρυπτονομίσματα δεν είναι σχετιζόμενα με την αγορά, αν στα αποτελέσματα αυτά συνεκτιμηθεί η ρευστότητα, η κατάσταση αλλάζει. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα κρυπτονομίσματα, η ρευστότητα τους στη δευτερογενή αγορά ήταν περιορισμένη, γεγονός που ισχύει ακόμα και για το bitcoin στα πρώτα του βήματα. Σε αυτά τα αρχικά στάδια, ελάχιστοι έκαναν συναλλαγές με κρυπτονομίσματα, οπότε εξ’ ορισμού οι συσχετισμοί με άλλους δείκτες της αγοράς θα έπρεπε να είναι κοντά στο μηδέν. Επομένως, εκείνη την περίοδο οι μεταβολές των τιμών τους ήταν τυχαίες και δεν θα μπορούσαν να επηρεαστούν από κάποια λογική μεταβολή της αγοράς.

Οπότε, οι μελετητές πρόσθεσαν στην έρευνα τους δύο σενάρια. Στο πρώτο σενάριο, ο ημερήσιος όγκος συναλλαγών για κάθε κρυπτονόμισμα ήταν κοντά στα $100 εκατομμύρια. Όλες οι παρατηρήσεις πριν από την ημέρα αυτή εξαιρέθηκαν από τη μελέτη. Στο δεύτερο σενάριο το όριο αυξήθηκε στα 500 εκατομμύρια δολάρια. Αν και αυτά τα μεγέθη είναι ασήμαντα για τις υπόλοιπες αγορές περιουσιακών στοιχείων, για τα κρυπτονομίσματα είναι επαρκή.

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων παρουσιάζονται στους πίνακες 5 και 6. Παρατηρούμε ότι τα stable coins, όπως το Tether συνεχίζουν να μην επηρεάζονται από τους δείκτες, αλλά για τα υπόλοιπα νομίσματα οι συσχετισμοί αυξάνονται όσο αυξάνεται ο όγκος συναλλαγών. Επίσης παρατηρούμε ότι τα κρυπτονομίσματα δεν συσχετίζονται εξίσου με όλους τους δείκτες. Η συσχέτισή τους με τους δείκτες MSCI World και commodity είναι ακόμα περιορισμένη, αλλά στατιστικά αξιοπρόσεκτη. Αντιθέτως, η συσχέτισή τους με private equity funds και infrastructure funds είναι σημαντική. Οπότε σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα κρυπτονομίσματα δεν είναι ισχυρά συνδεδεμένα με τις παραδοσιακές αγορές.

Τέλος στον πίνακα 7 βλέπουμε ότι η κρίση της πανδημίας, ενδυνάμωσε το συσχετισμό των κρυπτονομισμάτων με τις αγορές, όπως αναμένονταν να συμβεί και με τους συσχετισμούς άλλων περιουσιακών στοιχείων.

Άνεργοι και γυναίκες προτεραιότητα του microfinancing στην Ελλάδα

Για να συναντήσουμε τη σύγχρονη εκδοχή του όρου microfinance, θα χρειαστεί να μεταφερθούμε στο Μπαγκλαντές στη δεκαετία του 1989, όπου ο Muhammad Yunus ίδρυσε την Grameen Bank. Κάπου στα μέσα του 2000, η πορεία της τράπεζας συναντά το μοντέλο microfinancing και το εφαρμόζει μέχρι και τις αρχές του 2010, οπότε εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα. Σε ένα άρθρο της η Guardian θεώρησε τα μικροδάνεια της τράπεζας περισσότερο ως ένα καταλύτη ήπιας κατανάλωσης, παρά ως εργαλείο επιχειρηματικής ανάπτυξης και ενώ αυτό ακούγονταν ως πρόβλημα όταν έγινε η δημοσίευση, στη συνέχεια θα δούμε ότι σήμερα, τα μικροδάνεια για κατανάλωση θεωρούνται μια καλή πρακτική.

Οι υπηρεσίες microfinancing, απευθύνονται σε ένα μερίδιο του παγκόσμιου πληθυσμού που δεν είναι μόνο φτωχό, αλλά είναι και μακριά από το σύστημα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Ένα από τα λιγότερο ίσως γνωστά προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας, είναι τα 1,7 δισεκατομμύρια άτομα σε όλον τον κόσμο που δεν έχουν πρόσβαση σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό.

Το 65% όσων έχουν χρησιμοποιήσει υπηρεσίες microfinancing ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου ένα τραπεζικό κατάστημα μπορεί να απέχει μέχρι και μερικές μέρες περπάτημα.
Το μοντέλο microfinancing είναι ένα πακέτο υπηρεσιών που περιλαμβάνει καταθέσεις, δάνεια, ασφάλεια και μεταφορές χρημάτων. Ένα μικρό δάνειο θα μπορούσε να καλύψει την ανάγκη αγοράς μιας ραπτομηχανής, τα έξοδα επισκευής μιας στέγης ή την αγορά ρουχισμού και γραφικής ύλης που χρειάζεται ένα παιδί για να πάει σχολείο. Αλλά θα μπορούσε επίσης να αξιοποιηθεί από μια ομάδα – κοινότητα για μια μεγαλύτερη επιχειρηματική ενέργεια, στην οποία όλοι είναι συμμέτοχοι.

Από τον πειραματισμό στην ωριμότητα
Στην 10η έκδοση του Microfinance Barometer, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία από το 2018, 140 εκατομμύρια άτομα σε όλον τον κόσμο αξιοποίησαν υπηρεσίες microfinancing σε σύγκριση με τα 98 εκατομμύρια άτομα το 2009. Στο σύνολο των ατόμων, το 80% είναι γυναίκες, γεγονός που δικαιολογεί τη φήμη του microfinancing ως εργαλείου εξίσωσης των ανισοτήτων των δύο φύλων σε χώρες που οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολες για να συμβεί αυτό.

Ειδικά στον τομέα των μικρών δανείων, το συνολικό ποσό δανεισμού εκτιμάται κοντά στα 124 δισεκατομμύρια δολάρια, οπότε κατά μέσο όρο ο δανεισμός ανέρχεται στα 885 δολάρια περίπου ανά άτομο. Συγκρίνοντας το μέγεθος αυτό με αντίστοιχους μέσους όρους δανεισμού σε ανεπτυγμένες χώρες, γίνεται αντιληπτό ότι οι υπηρεσίες παροχής μικρών δανείων έχουν το πελατολόγιο τους κυρίως στις γεωγραφικές περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, της Αφρικής και λιγότερο της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Η μερίδα του λέοντος των δανειζομένων, όσον αφορά το συνολικό ποσό των δανείων, βρίσκεται στη Λατινική Αμερική, όπου 22,2 εκατομμύρια άτομα δανείστηκαν 48,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Ακολουθεί η Νότια Ασία, όπου 85,6 εκατομμύρια άτομα δανείστηκαν 36,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Με βάση τα μεγέθη αυτά, παρατηρούμε μια σημαντική απόκλιση ανάμεσα στο μέσο όρο ανά δάνειο, ο οποίος από τα 2.160 δολάρια της Λατινικής Αμερικής πέφτει στα 430 δολάρια στην Νότια Ασία.

Ωστόσο, άνθρωποι που ζουν στα όρια ή και πιο κάτω από τα όρια της φτώχειας κατοικούν και σε γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως πλούσιες. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, πριν τριάντα χρόνια, χρειάστηκε να δημιουργηθεί η Association for the Right to Economic Initiative (ADIE), η οποία έχει ως στόχο να βοηθήσει άτομα που οι νόμοι της αγοράς ή ατυχή γεγονότα τα ώθησαν στο περιθώριο. Έτσι λοιπόν στην Ευρώπη, το 2017, δόθηκαν 664.000 μικρά δάνεια συνολικού ποσού περίπου 2 δισεκατομμυρίων ευρώ. Θεωρητικά, τα παραπάνω μεγέθη αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά τα ερχόμενα χρόνια, καθώς, οι υπηρεσίες microfinancing γίνονται περισσότερο ευέλικτες με τη ψηφιοποίηση της οικονομίας και η πανδημία δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να μεγαλώσουν τα ποσοστά φτωχοποίησης σε πλούσιες χώρες.

Η ψηφιοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ανοίγει δρόμους
Περισσότερο από μια δεκαετία πριν, σε περιοχές της Νότιας Αφρικής άνθησαν υπηρεσίες που επέτρεπαν σε κατόχους φορητών τηλεφώνων να ανταλλάσουν μεταξύ τους μικρά ποσά, χωρίς να παρεμβάλλεται κάποια τράπεζα. Αυτήν την περίοδο, οι συναλλαγές peer to peer (P2P), κυρίως με κρυπτονομίσματα έχουν, συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο, πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Σε χώρες, όπως η Νιγηρία και η Κένυα, οι καταναλωτές είναι ήδη εξοικειωμένοι να πληρώνουν για αγαθά και υπηρεσίες, αλλά και να αποπληρώνουν τα χρέη τους, χρησιμοποιώντας ψηφιακά νομίσματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της Statista, το 29% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι έχουν χρησιμοποιήσει μια P2P για μεταφορά χρημάτων. Πρόκειται για μια κατάσταση που δημιουργεί αντίθεση με την εικόνα της Ευρώπης και των ανεπτυγμένων χωρών, όπου τα κρυπτονομίσματα θεωρούνται περισσότερο κερδοσκοπικά εργαλεία. Οι τράπεζες δεν είναι χαρούμενες με αυτές τις υπηρεσίες, όπως επίσης και οι ρυθμιστικές αρχές, αλλά οι πλατφόρμες που τις επιτρέπουν έχουν βρει τον τρόπο να λειτουργούν.

Δημήτρης Λιτσικάκης, Global Head of Fintech, deVere Group
Καταλύτης για τα ψηφιακά πορτοφόλια ήταν η ευκολία που ο πελάτης μπορούσε να αποκτήσει κάποιο από αυτά, αποφεύγοντας τη γραφειοκρατία των τραπεζών.

Εκτός όμως από τα κρυπτονομίσματα που θεωρούνται κόκκινο πανί, η ανάπτυξη των fintech, έχει δημιουργήσει μια νέα τάση στην αγορά των μικρών δανείων, τα οποία έχουν στόχο κυρίως την υποστήριξη καταναλωτικών αναγκών. Ο Δημήτρης Λιτσικάκης, Global Head of Fintech, deVere Group, με πολυετή εμπειρία σε εταιρείες fintech, θεωρεί ότι καταλύτης για τα ψηφιακά πορτοφόλια, ήταν η ευκολία που ο πελάτης μπορούσε να αποκτήσει κάποιο από αυτά, αποφεύγοντας τη γραφειοκρατία των τραπεζών. Μια ματιά στις σειρές αναμονής των φυσικών καταστημάτων των τραπεζών, οι οποίες έμειναν αμείωτες σε μέγεθος ακόμα και στη διάρκεια της πανδημίας, δείχνει ποιο είναι το προφίλ ενός μεγάλου ποσοστού των πελατών τους. Μια πιο αναλυτική ματιά στις λίστες των πελατών τους, θα αποκαλύψει ενδεχομένως ότι οι ηλικίες από 20 ετών και άνω δεν έχουν εξαφανιστεί, βρίσκονται όμως σχεδόν αναγκαστικά εκεί, γιατί ο τραπεζικός τους λογαριασμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη μισθοδοσία τους.

Επομένως, ένα μεγάλο ποσοστό των πελατών των τραπεζών πρόκειται να φύγουν ή μένουν από ανάγκη. Όσον αφορά τη δεύτερη ομάδα, κάθε νέα δελεαστική πρόταση θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα, μια μετατόπιση ατόμων από τις τράπεζες σε fintech. Μια τέτοια δελεαστική πρόταση που προβάλλεται έντονα το τελευταίο διάστημα είναι οι υπηρεσίες “buy now pay later”. Η υπηρεσία αυτή αφορά σε μικρά δάνεια συνήθως μερικών εκατοντάδων ευρώ, τα οποία ο κάτοχος του ψηφιακού πορτοφολιού μπορεί να αποκτήσει στην κυριολεξία με το πάτημα ενός κουμπιού, προκειμένου να προχωρήσει σε μια αγορά. Σε σχέση με τα δάνεια της δεκαετίας του 90, πρόκειται για μια διαφορετική προσέγγιση εξαιτίας τουλάχιστον δύο βασικών παραγόντων. Ο ένας είναι το χαμηλό μέγεθος του δανείου και ο δεύτερος τα μηδενικά επιτόκια των δανείων αυτών, σε σχέση με τα αντίστοιχα επιτόκια που χρεώνουν οι τράπεζες στη χρήση πιστωτικών καρτών.

Πρακτικά, ο χρήστης του πορτοφολιού έχει τη δυνατότητα να σπάει μια πληρωμή σε μικρότερες, ενώ ο έμπορος εισπράττει όλο το ποσό της αξίας του εμπορεύματος πλην μιας προμήθειας κοντά στο 3% που πάει στα έσοδα του διαχειριστή. Οπότε, η εταιρεία που διαθέτει το ψηφιακό πορτοφόλι είναι αυτή που αναλαμβάνει το ρίσκο να εισπράξει τις δόσεις από τον αγοραστή.

Αυτό που έχει παρατηρηθεί με τη χρήση των υπηρεσιών “buy out pay later” είναι η αύξηση του ποσοστού ολοκλήρωσης των ψηφιακών αγορών. Συχνά, οι αγοραστές όταν βλέπουν το ποσό που έχει συγκεντρωθεί στο ψηφιακό τους καλάθι, φεύγουν από το ψηφιακό κατάστημα χωρίς να ολοκληρώσουν την αγορά,. Η δυνατότητα να σπάσουν αυτό το ποσό σε μικρότερα, τους παροτρύνει να ολοκληρώσουν τη συναλλαγή. Τα τελευταία δύο χρόνια, εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα, έχουν πετύχει να αυξήσουν την αξία τους πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ υπάρχουν και κάποιες που έχουν ξεπεράσει το φράγμα των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Σε έρευνα της, η McKinsey εκτιμά ότι οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί με καταλύτη τον ψηφιακό μετασχηματισμό, θα μπορούσαν να προσθέσουν μέχρι και 45% στα ετήσια κέρδη τους, το 15% θα προέλθει από αύξηση των πωλήσεων και το 30 από τη μείωση των λειτουργικών εξόδων. Είναι αναμενόμενο ένα ποσοστό αυτής της αύξησης να ευνοήσει τις υπηρεσίες microfinancing. Ο δρόμος, όπως σε κάθε τεχνολογική εξέλιξη, έχει λακκούβες. Ίσως, η πιο ορατή, για το σύνολο των οργανισμών, είναι το ποσοστό αποστασιοποίησης των πελατών από την δια ζώσης αλληλεπίδραση με τον οργανισμό.

Το δεύτερο ορατό πρόβλημα είναι η ασφάλεια των συναλλαγών και των προσωπικών δεδομένων. Οι συναλλαγές σε FIAT θεωρούνται περισσότερο αξιόπιστες, δεδομένου ότι είναι και οι περισσότερο δοκιμασμένες, αλλά δεν είναι δυνατό να βγουν τα κρυπτονομίσματα από το παιχνίδι, ακόμα και για ανεπτυγμένες χώρες. Οπότε, οι ισορροπίες θα αποκατασταθούν τόσο από τη δυναμική της αγοράς, όσο και από τη διάθεση των ρυθμιστικών αρχών να επέμβουν στη διαμόρφωση των πλαισίων.

Αναστασία Τσίλογλου, γενική διευθύντρια, AFI
Η AFI έχει χρηματοδοτήσει μεχρι σήμερα περίπου 550 επιχειρήσεις με συνολικό ποσό άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν το 50%, έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπους που ήταν αρχικά άνεργοι.

Στην Ελλάδα το microfinancing στοχεύει κυρίως σε άνεργους εν δυνάμει επιχειρηματίες
Μια ματιά στο site του European Microfinance Network μας οδήγησε στην μη κερδοσκοπική εταιρεία Action Finance Initiative (AFI), η οποία είναι και ο μοναδικός εκπρόσωπος του δικτύου στην Ελλάδα. Στη συζήτηση που είχαμε με την Αναστασία Τσίλογλου, γενική διευθύντρια της AFI, διαπιστώσαμε ότι στο παρασκήνιο της δημοσιότητας εργάζονται άνθρωποι που πρωταγωνιστούν όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις.

Η έννοια της μικροπίστωσης στην Ελλάδα έχει διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν που συναντάμε σε χώρες που βρίσκονται υπό ανάπτυξη. Οι λήπτες των μικρών δανείων, μέχρι 12.500 ευρώ, είναι μικρές επιχειρήσεις που κάνουν τα πρώτα τους βήματα ή οραματίζονται την ανάπτυξη τους. Όπως μας λέει η Αναστασία Τσίλογλου, από το 2015 που η AFI ξεκίνησε να δίνει μικροπιστώσεις, έχει χρηματοδοτήσει περίπου 550 επιχειρήσεις με συνολικό ποσό άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν το 50%, έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπους που ήταν αρχικά άνεργοι. Από το σύνολο των χρηματοδοτούμενων, σχεδόν το 45% είναι γυναίκες, ποσοστό το οποίο είναι πολύ υψηλό για τα δεδομένα της Ευρώπης, όπου ο ρόλος των γυναικών είναι εδώ και πολλές δεκαετίες συνυφασμένος και με την επιχειρηματικότητα, ενώ 1 στους 5 επωφελούμενους είναι νέοι έως 30 ετών.

Το μέσο ποσό μικροδανείου είναι 10.000 ευρώ. Σύμφωνα με την κ. Τσίλογλου, ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ότι όσοι ζητούν ένα μικρό δάνειο είναι συνειδητοποιημένοι σχετικά με τις ανάγκες τους και τις δυνατότητες αποπληρωμής. Το αποτέλεσμα είναι τα κόκκινα δάνεια να μην ξεπερνούν το 2,5% του συνολικού δανεισμού. Με αυτή την κατάσταση, δημιουργείται μια έμμεση αλληλεγγύη μεταξύ των επιχειρηματιών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι αν οι ίδιοι είναι εντάξει στις αποπληρωμές τους, το σύστημα θα συνεχίσει να λειτουργεί και έτσι θα βοηθηθούν περισσότεροι επιχειρηματίες, όπως βοηθήθηκαν οι ίδιοι. Σημαντικό ρόλο στο πάρα πολύ υψηλό ποσοστό αποπληρωμής των μικροδανείων είναι οι συμπληρωματικές υπηρεσίες συμβουλευτικής, mentoring και coaching που προσφέρει δωρεάν η AFI στους επιχειρηματίες που υποστηρίζει.

Επέκταση στα προσωπικά δάνεια για εταιρείες μικροχρηματοδοτήσεων
Τον περασμένο Ιούλιο ψηφίστηκε ένας νόμος που δίνει τη δυνατότητα στην AFI και σε παρόμοιες εταιρείες, εκτός από επιχειρηματικά να προσφέρουν και προσωπικά δάνεια.
Όπως για παράδειγμα ένα δάνειο για σπουδές, για αγορά σπιτιού και αυτοκινήτου.

Όπως μας λέει η κ. Τσίλογλου, η AFI θα συνεχίσει να δραστηριοποιείται στον τομέα των επιχειρηματικών δανείων τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια.
Μια δεύτερη αλλαγή που φέρνει ο νέος νόμος, θα επιτρέψει στις εταιρείες μικροχρηματοδοτήσεων να διαθέτουν τις υπηρεσίες τους απευθείας, χωρίς να χρειάζεται να περάσουν μέσα από τις συστημικές τράπεζες.

Η AFI έχει ήδη καταθέσει αίτηση στη ρυθμιστική αρχή που είναι η Τράπεζα της Ελλάδας για να αξιοποιήσει τη νέα αυτή δυνατότητα και αναμένεται να έχει το πράσινο φως μέσα στους ερχόμενους μήνες. «Όταν θα έχουμε την έγκριση θα είμαστε ο μοναδικός μη τραπεζικός οργανισμός στην Ελλάδα που θα έχουμε αυτή τη δυνατότητα», μας λέει η κ. Τσίλογλου.

Συμπληρώνουμε τις τράπεζες και δεν τις ανταγωνιζόμαστε
Για τις συστημικές τράπεζες, τα επιχειρηματικά δάνεια 10 και 20 χιλιάδων ευρώ δεν είναι στους βασικούς τους στόχους. Επιπλέον, οι τράπεζες αυτές λειτουργούν με εμπράγματες απαιτήσεις, τις οποίες θα ήταν αδύνατο να διαθέτει ένας νέος επιχειρηματίας και ακόμα περισσότερο ένας άνεργος.

Τα δύο προϊόντα που διαθέτει η AFI έχουν ένα μέσο επιτόκιο κοντά στο 7,3%, το οποίο είναι κοντά στα επιτόκια που προσφέρουν οι συστημικές τράπεζες, παρά το γεγονός ότι η απουσία εμπράγματων απαιτήσεων κάνει το ρίσκο μεγαλύτερο. Επίσης, το επιτόκιο αυτό είναι χαμηλότερο σε σχέση με επιτόκια που μπορεί να ξεπερνούν και το 10% σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και επομένως το πιθανότερο είναι να αλλάξει ελαφρά προς τα πάνω, όταν η εταιρεία πάρει την έγκριση από την ΤτΕ.

Η ίδια έγκριση θα επιτρέψει στην AFI να διευρύνει τις πηγές των οικονομικών της πόρων, οι οποίες σε αυτήν την κατάσταση, είναι κυρίως χορηγίες ιδρυμάτων, όπως το Chanel Foundation, το Trafigura Foundation, το The Hellenic Initiative και το YBI-Google.org, Έλληνες της διασποράς και Ελληνικά ιδρύματα. Στην επόμενη κατάσταση, ιδιώτες επενδυτές και εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν οικονομικούς πόρους στην AFI.

Συνεταιριστικές τράπεζες με κουλτούρα βιώσιμου ψηφιακού μετασχηματισμού

Σε μια περίοδο που η τεχνολογική εξέλιξη είναι συνώνυμη με την επιβίωση των οργανισμών, τα φώτα της δημοσιότητας είναι συνήθως στραμμένα σε εταιρείες που πρωταγωνιστούν. Ωστόσο μια ματιά σε λιγότερο λαμπερά σημεία του χωροχρόνου, αποκαλύπτει ότι το έργο που γίνεται εκεί είναι ισάξιο και σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερο αποτελεσματικό, δεδομένου ότι οι διαθέσιμοι πόροι είναι περιορισμένοι και η ευελιξία μεγαλύτερη. Προκειμένου να αποτυπώσουμε αυτήν την εικόνα, συζητήσαμε με δύο συνεταιριστικές τράπεζες, από τις τρεις συνολικά που προσεγγίσαμε και τα συμπεράσματα παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον.

Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου
Για την Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου, ο ψηφιακός μετασχηματισμός βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με πολλά και σημαντικά έργα να έχουν ολοκληρωθεί και αρκετά ακόμα να ξεκινούν. Στη συζήτηση που είχαμε με τον Ιωάννη Τσαβδαρίδη, Διευθυντή Πληροφορικής & Ψηφιακής Τραπεζικής, Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου διαπιστώσαμε μια κουλτούρα σύγχρονης τράπεζας με στόχους και ανησυχίες που είναι συντονισμένες με την τρέχουσα πραγματικότητα.

Φαίνεται πως πρόσφατα κάνατε ένα σημαντικό βήμα όσον αφορά το ψηφιακό μετασχηματισμό, αντικαθιστώντας το core banking σύστημα σας. Μπορείτε να μας περιγράψατε το γιατί και το πως;

Το Core Banking που είχαμε, είχε ολοκληρώσει το κύκλο ζωής του, καθώς λειτουργούσε από το 2003. Η ψηφιακή μετάβαση που η τράπεζα ξεκίνησε το 2016, απαιτούσε την βελτίωση και εκσυγχρονισμό του κεντρικών υποδομών μας στις οποίες θα στηρίξουμε τις μελλοντικές μας σκέψεις και σχέδια που έχουμε προς υλοποίηση στο τριετές business plan. Η αλήθεια είναι ότι, αυτό το αρκετά δύσκολό έργο, καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε σε διάστημα 10 μηνών και να μεταβούμε στο νέο σύστημα σχεδόν αναίμακτα. Ο πλέον καθοριστικός παράγοντας της επιτυχημένης μετάβασης, ήταν η εξαιρετική ομάδα, από τεχνικούς και άλλους συναδέλφους, αλλά και η βοήθεια του προμηθευτή, ο οποίος έχει μεγάλη εμπειρία σε αυτόν τον τομέας. Η Natech, με έδρα στα Ιωάννινα, είναι ο προμηθευτής μας στο Core Banking, το οποίο εχει αναπτυχθεί σε μοντέρνες τεχνολογίες, έχει εξαιρετική αρχιτεκτονική, διαθέτει όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες που πρέπει να έχει ένα Core Banking και είναι πλήρως παραμετροποιήσιμο.Η ασφάλεια των χρηστών, των συναλλαγών είναι επίσης σημαντική αλλαγή – βελτίωση στο Core Banking, το οποίο έχει ενσωματωμένο σύστημα AML, δυνατότητα εύκολης δημιουργίας και χρήσης αναφορών. Επίσης, βασικό πλεονέκτημα της εφαρμογής είναι η online λογιστική, που μας δίνει τη δυνατότητα να υπάρχει 24/7 διαθεσιμότητα του συστήματος, χωρίς να απαιτείται να μεταφερθούμε σε stand in, λειτουργία.

Σε παγκόσμιο επίπεδο το θέμα της κυβερνοασφάλειας είναι πλέον συχνά στις επικεφαλίδες των ειδήσεων. Τι είναι αυτό που κσας διαχωρίζει από άλλους οργανισμούς που έχουν πέσει θύματα επιθέσεων;

Πολύ σωστά κάνετε αναφορά, την αύξηση των επιθέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι τράπεζες επειδή είναι από τους ποιο ελκυστικούς οργανισμούς για να δεχθεί επίθεση, προσπαθούν να προφυλάξουν τα συμφέροντα τους και κατ επέκταση των πελατών τους. Η Τράπεζα Ηπείρου, αν και μία περιφερειακή τράπεζα, θέλοντας να περιφρουρήσει και διασφαλίσει τη λειτουργία των συστημάτων της, προέβει στην αρχή του 2021 στην 24/7 λειτουργία , S.O.C. (Security Operation Center) σε συνεργασία με την εταιρία Netbull, υπηρεσία που μας διαφοροποιεί από τον ανταγωνισμό. Θέλοντας η ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων να γίνει κουλτούρα στον οργανισμό, σχεδιάζουμε και υλοποιούμε ενημερωτικές ενέργειες που αφορούν τους συναδέλφους και τους πελάτες μας, καθώς πολλές από τις επιθέσεις βρίσκουν το δρόμο τους μέσω ατόμων που δεν έχουν την απαραίτητη γνώση.

Πολλές τράπεζες κάνουν λόγο για εξατομικευμένες προωθητικές ενέργειες. Εσείς έχετε αξιοποιήσει τα data analytics και την τεχνητή νοημοσύνη προς αυτήν την κατεύθυνση;

Τα data analytics και η αξιοποίηση τους είναι σε εμβρυακό στάδιο στον οργανισμό μας. Είναι στα μελλοντικά μας σχέδια η αξιοποίηση τους, καθώς θα μας βοηθήσουν όλες οι τεχνολογικές αλλαγές που πραγματοποιήσαμε εντός του 2021, όπως το νέο e-Banking, m-Banking, νέο website, τελευταίας τεχνολογίας ATMs. Η απουσία 24/7 Help Desk στον οργανισμό μας, είναι ένα κίνητρο για την αξιοποίηση εφαρμογών που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, όπως τα chatbots, ώστε να εξυπηρετούμε αλλά και να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες των πελατών μας.

Τα διαπιστευτήρια εισόδου στο e-banking θα μπορούσαν στο μέλλον να είναι τα μόνα διαπιστευτήρια για όλες τις ψηφιακές υπηρεσίες που χρησιμοποιει ο πολίτης; Σε αυτήν την περίπτωση, οι ψηφιακές υπογραφές γιατί θα ήταν απαραίτητες για τους πελάτες;

Είμαστε πολύ κοντά να γίνει πραγματικότητα τα διαπιστευτήρια εισόδου στο e-banking να είναι τα μόνα διαπιστευτήρια για όλες τις ψηφιακές υπηρεσίες που χρησιμοποιεί ο πολίτης. Επειδή, βρίσκομαι στο χώρο της τεχνολογίας και ειδικά στο τραπεζικό κλάδο από το 1982, έχουν γίνει και στο παρελθόν διερευνητικές συζητήσεις με συναδέλφους για το πως θα χρησιμοποιούσαμε μοναδικούς κωδικούς εισόδους σε διάφορες υπηρεσίες.Θεωρώ ότι καθοριστικός παράγοντας είναι η τεχνολογική εξέλιξη υπηρεσιών του Δημοσίου και η εξαιρετική δουλειά που έχει ξεκινήσει στο Υπουργείο Ψηφιακής διακυβέρνησης.

Στη Τράπεζα Ηπείρου είμαστε πρωτοπόροι στο κλάδο μας, για χρήση των ψηφιακών υπηρεσιών, οπότε δεν θα μπορούσαμε να μην συμμετέχουμε στη διαδικασία ψηφιακών υπογραφών, είτε αυτό αφορά τις εσωτερικές μας διαδικασίες, είτε αφορά τη σχέση μας με τους πελάτες.

Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας
Οι αυτοματισμοί είναι πάντα ένα εργαλείο για τη μείωση του λειτουργικού κόστους ενός οργανισμού. Στη συζήτηση που είχαμε με τον Παναγιώτη Τουρναβίτη, CEO της τράπεζας, διαπιστώσαμε μια έντονα ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη νοοτροπία της διοίκησης, η οποία στόχος είναι να διατηρηθεί και στο μέλλον.

Υπάρχει κάποια νοοτροπία που χρωματίζει τις δράσεις στο ψηφιακό μετασχηματισμό;

Στην Τράπεζα Καρδίτσας όταν μιλάμε για ψηφιακό μετασχηματισμό, εννοούμε κάτι που είναι πέρα από συστήματα και υπηρεσίες και έχει περισσότερο να κάνει με την κουλτούρα που διέπει τον οργανισμό. Η νοοτροπία μας είναι ότι χρησιμοποιούμε ότι εργαλείο έχουμε στη διάθεση μας, προκειμένου να βελτιώσουμε την σχέση μας με τους πελάτες, μέσα από ένα διαρκές ταξίδι σταδιακής βελτίωσης της εξυπηρέτησής τους. Σε αυτό το ταξίδι δεν είναι στόχος μας να κόψουμε το δεσμό της άμεσης επικοινωνίας με τους πελάτες μας, οπότε η χρήση της τεχνολογίας δε θέλουμε να μας απομακρύνει, αλλά το αντίθετο να κάνει αυτό τον δεσμό περισσότερο ουσιαστικό. Αυτή η νοοτροπία αφορά και τους εργαζόμενους μας, οι οποίοι θα πρέπει να θεωρούνται εξίσου σημαντικοί με τους πελάτες μας στην διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού και για αυτό σε κάποιες περιπτώσεις ονομάζονται και “εσωτερικοί πελάτες”. Επομένως, οι εργαζόμενοι μας συνεχίζουν να είναι ο πολυτιμότερος κρίκος για τη λειτουργία της τράπεζας και αυτός είναι ο λόγος που θέλουμε να μπορούν να αφομοιώνουν τις εξελίξεις και να προσαρμόζονται γρήγορα στα νέα συστήματα. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι πριν από τρία χρόνια θέσαμε σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα ενίσχυσης των ψηφιακών δυνατοτήτων των εργαζομένων μας, ακριβώς για να μπορέσουν να ανταποκριθούν μακροπρόθεσμα στις απαιτήσεις που ο ψηφιακός μετασχηματισμός της Τράπεζας θα επιφέρει. Το σκεπτικό ήταν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονες ψηφιακές υπηρεσίες στους πελάτες, αν εμείς πρώτα δεν τις έχουμε κατανοήσει. Οι αυτοματισμοί λοιπόν που εισάγει η τεχνολογία, δεν θα αξιοποιηθούν πρωτεύοντος από εμάς για να αντικατασταθούν θέσεις εργαζόμενων αλλά περισσότερο να ενισχυθεί ο ρόλος τους και να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι δυνατότητες που έχει το ανθρώπινο δυναμικό της Τράπεζας.

Θεωρείτε ότι είστε πιο ευέλικτοι ως μικρή τράπεζα;

Σίγουρα ναι. Η ευελιξία μιας μικρής τράπεζας οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες. Ο σημαντικότερος πιστεύω είναι η έλλειψη πολυπλοκότητας στα επίπεδα ιεραρχίας. Οπότε, οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα. Επίσης, από τη στιγμή που θα ληφθεί η απόφαση, μπορεί να γίνει ταχύτερα η υλοποίηση της και έτσι το αποτύπωμα ενός έργου γίνεται ορατό πολύ σύντομα.

Για παράδειγμα, η αποδοχή της χρήσης ψηφιακών υπογραφών από την τράπεζα μας έγινε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και ήδη τα οφέλη της σε εξοικονόμηση χαρτιού, αλλά και ταχύτητα διαδικασιών είναι ορατά στη διοίκηση.

Χρεώνεται τις ψηφιακές υπογραφές στους πελάτες σας;

Όχι βέβαια. Αυτό θα ήταν αντίθετο με τη νοοτροπία της διοίκησης της τράπεζας, η οποία έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία εσόδων και κερδών από ουσιαστικές υπηρεσίες προς τον πελάτη και όχι από προμήθειες σε υπηρεσίες που πρακτικά μειώνουν το λειτουργικό κόστος μας και διευκολύνουν τις διαδικασίες μας. Για παράδειγμα, τα εισερχόμενα εμβάσματα είναι δωρεάν για τους πελάτες μας ή στην περίπτωση που απαιτείται μια πιο πολύπλοκη διαδικασία, η τιμολόγηση είναι η ελάχιστη δυνατή. Για αυτό και το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων μας προέρχονται από παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες, εν αντιθέσει με το σύνηθες πλέον φαινόμενο της υπερχρέωσης προμηθειών στους πελάτες των Τραπεζών.

Δεδομένου ότι η τράπεζα έχει ιστορία 25 ετών, λογικά βρέθηκε στο όριο της μετάβασης από τα UNIΧ συστήματα στα Windows based. Εσείς τι επιλέξατε;

To 1998 που στήσαμε τις πληροφορικές υποδομές της τράπεζας, είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με την εταιρεία NATECH, η οποία από την πρώτη στιγμή βασίστηκε σε τεχνολογίες Microsoft και επομένως σε servers που δεν ανήκαν στην κατηγορία των mainframes. Έκτοτε, διαρκώς προσθέτουμε υπηρεσίες με ευκολία και φυσικά βλέπουμε το cloud ως μεσοπρόθεσμη επιλογή. Οι συνεργάτες μας έχουν ήδη τροποποιήσει το λογισμικό τους ώστε να είναι cloud based και δεδομένου ότι η Microsoft δημιουργεί και ένα data center στην Ελλάδα, έχουμε έναν ακόμα λόγο να προχωρήσουμε γρηγορότερα προς αυτήν την κατεύθυνση με χρονικό ορίζοντα συντομότερο της τριετίας. Ήδη έχουμε ξεκινήσει να εξετάζουμε τη μεταφορά του disaster recovery στο cloud και αυτό το έργο θα λειτουργήσει και ως οδηγός για τα επόμενα βήματα της Τράπεζας μας.

Είναι μειονέκτημα ένας μικρός προϋπολογισμός;

Δε το βλέπουμε ακριβώς ως μειονέκτημα, αλλά ως ένα παράγοντας πίεσης ώστε οι επιλογές μας να έχουν το μικρότερο δυνατό ποσοστό αποτυχίας. Αυτό μας κρατά σε μια εγρήγορση όσον αφορά αναπτυξιακά έργα, π.χ. ΕΣΠΑ στα οποία μπορούμε να συμμετέχουμε και έτσι να καλύψουμε κάποιες δαπάνες τους ψηφιακού μας μετασχηματισμού.

Ποια είναι τα επόμενα σημαντικά έργα για εσάς;

Το πιο σημαντικό έργο για εμάς αυτήν την περίοδο είναι η παροχή ολοκληρωμένων λύσεων όσον αφορά τον τομέα των πληρωμών ώστε να διαθέσουμε στην αγορά μια λύση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου επαγγελματία και επιχείρησης.

Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου θα διαθέσουμε στην αγορά τη δική μας σειρά Android POS και μέχρι τέλος του πρώτου τριμήνου του 2022, όλοι οι πελάτες μας θα έχουν στην διάθεση τους καινούργιες κάρτες πληρωμών, οι οποίες θα υποστηρίζουν λειτουργικότητα μέσω Google Pay και Apple Pay.

Το επόμενο σημαντικό έργο για εμάς είναι η αναβάθμιση του τραπεζικού συστήματος, η οποία αφορά τόσο το core banking, όσο και τα web και mobile banking και τέλος, όπως προανέφερα είναι η μετάβαση λειτουργιών της τράπεζας μας σε υποδομές cloud.

Tο ανοιχτό λογισμικό το βλέπετε ως επιλογή;

Χρησιμοποιούμε ήδη ανοιχτό λογισμικό, αλλά σε λειτουργίες που έχουμε και την εμπειρία, αλλά και τους ανθρώπινους πόρους για να το διαχειριστούμε.

Για παράδειγμα ενώ χρησιμοποιούμε το Office 365 εδώ και αρκετά χρόνια, θα ήταν δύσκολο για εμάς να έχουμε κάνει την επιλογή του Libre Office, γιατί πιθανότατα θα έπρεπε να δαπανήσουμε περισσότερους ανθρώπινους πόρους για την υποστήριξη και διασύνδεση με τα συστήματα της Τράπεζας και επομένως αντί για όφελος θα είχαμε αύξηση στο λειτουργικό μας κόστος.

Αν σας δίνονταν η δυνατότητα να κάνετε ένα τεχνολογικό άλμα, τι θα επιλέγατε;

Θεωρώ πως θα ζήταγα ένα άλμα στην τεχνητή νοημοσύνη, παράλληλα όμως με ένα άλμα στο διάλογο για το ηθικό πλαίσιο της χρήσης της.


Ιωάννης Τσαβδαρίδης Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου

Θέλοντας η ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων να γίνει κουλτούρα στον οργανισμό, σχεδιάζουμε ενημερωτικές ενέργειες για τους συναδέλφους και τους πελάτες, καθώς πολλές επιθέσεις βρίσκουν το δρόμο τους μέσω ατόμων που δεν έχουν την απαραίτητη γνώση.

 

 

Παναγιώτης Τουρναβίτης Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας

Πριν από τρία χρόνια θέσαμε σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα ενίσχυσης των ψηφιακών δυνατοτήτων των εργαζομένων μας. Το σκεπτικό ήταν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονες ψηφιακές υπηρεσίες στους πελάτες, αν εμείς πρώτα δεν τις έχουμε κατανοήσει.

 

 

 

Σταθερά ανοδική η πορεία του FinTech οικοσυστήματος στην ΕΕ

Η πανδημία επηρέασε τη ροή λειτουργίας του μεγαλύτερου ποσοστού των εταιρειών παγκοσμίως, αρκετές εκ των οποίων χρειάστηκε να ζητήσουν ενίσχυση από την αγορά κεφαλαίων. Το ενδιαφέρον και παράλληλα ευχάριστο στοιχείο που προκύπτει από την 4η έκδοση της αναφοράς που δημοσιεύει η Association for Financial Markets in Europe (AFME), την οποία παρουσίασε μέσα στον Οκτώβρη, είναι ότι οι αγορές ανταποκρίθηκαν υπέρ του δέοντος στη ζήτηση.

Ένας από τους δείκτες της αναφοράς είναι αφιερωμένος στην αγορά FinTech και στόχος του είναι να αξιολογήσει τα οικοσυστήματα FinTech των χωρών της Ευρώπης, βασιζόμενος στην ωριμότητα των ρυθμιστικών πλαισίων, τη διαθεσιμότητα οικονομικών πόρων για τις επιχειρήσεις, στην καινοτομία και τέλος στο ταλέντο των ανθρώπινων πόρων.

Παραπάνω από επαρκής η ροή κεφαλαίων
Το πρώτο μισό του 2021 χαρακτηρίστηκε από σημαντική ανάπτυξη παγκοσμίως με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία να οδηγούν την κούρσα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων, όπως είναι αναμενόμενο προέρχεται από ιδιωτικά κεφάλαια από το σύνολο των οποίων 40 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν προέλευση τις ΗΠΑ, ακολουθεί η Βρετανία με 10,5 δισεκατομμύρια δολάρια και η ΕΕ με 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Για τις ΗΠΑ οι νέες επενδύσεις είναι λίγο παραπάνω από διπλάσιες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020, αλλά το ίδιο ισχύει και για την ΕΕ, η οποία δείχνει διάθεση να καλύψει το χαμένο έδαφος.

Η ροή κεφαλαίων είχε άμεση επίδραση στην αξία των FinTech εταιρειών, η οποία παρουσίασε ανάπτυξη 2,4x σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικά στην ΕΕ, ενώ το 2020, υπήρχαν μόλις 4 unicorns με συνολική αξία 11,8 δισεκατομμύρια δολάρια, το πρώτο μισό του 2021, έχουμε 13 unicorns με συνολική αξία 76 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, οι εταιρείες της ΕΕ κατάφεραν να αυξήσουν τον αριθμό πατεντών, φτάνοντας στο ίδιο επίπεδο με αυτές που παράγονται σε Κίνα και ΗΠΑ. Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών που πέτυχαν σημαντική αύξηση του FinTech Indicator σε σχέση με το 2019.

Global investment activity in FinTech: amount 2014-2021H1 (USDbn)

Τα ρυθμιστικά πλαίσια βελτιώνονται
Σταθερά τα περασμένα χρόνια, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βελτιώνουν τα ρυθμιστικά τους πλαίσια με τη δημιουργία νέων regulatory sandboxes, όπου δοκιμάζονται οι νέες υπηρεσίες πριν γίνουν διαθέσιμες στην αγορά και τη δημιουργία τοπικών hubs καινοτομίας. Το 2020, η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που δημιούργησε ένα regulatory sandbox, το οποίο στην αρχική φάση δεν καλύπτει τη αγορά των securities. Την ίδια χρονιά βήματα προόδου έγιναν από την Αυστρία και την Ουγγαρία. Πριν ολοκληρωθεί η δημοσίευση της αναφοράς, η Ιταλία είχε ανακοινώσει ότι το ερχόμενο διάστημα αναμένεται να ξεκινήσει το δικό της regulatory sandbox.

Σύμφωνα με την τετράμηνη αναφορά της BIS “Funding for FinTechs: patterns and drivers”, τα sandboxes έχουν συσχετιστεί με σημαντική αύξηση των επενδύσεων στην αγορά των FinTech. Συγκεκριμένα, η μελέτη αναφέρει ότι “οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξάνονται κατά μέσο σε ποσοστό 75%, μετά τη λειτουργία των sandboxes. Είναι αξιοσημείωτο ότι από την εκκίνηση δοκιμής στο regulatory sandbox θα χρειαστούν 6 έως 12 μήνες μέχρι η εφαρμογή να είναι διαθέσιμη για εμπορική χρήση.

Τα πιλοτικά έργα δείχνουν μια τάση προς CBDCs και DLT εφαρμογές
Παρά το γεγονός ότι η μελέτη της AFME δεν εστιάζει στις κατηγορίες των έργων που έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο FinTech οικοσύστημα, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για μια τάση προς την έρευνα και ανάπτυξη των ψηφιακών νομισμάτων, τα οποία έχουν ήδη ανακοινώσει οι σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες μεταξύ των οποίων και η ΕΚΤ. Η Σουηδία και η Λιθουανία έχουν ξεκινήσει κάποια πρώιμα rollouts των ψηφιακών τους νομισμάτων, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας έχει ξεκινήσει τις επαφές με τους συμμετέχοντες στην αγορά, προκειμένου να τους ενημερώσει για τις επιπτώσεις της εισόδου στην αγορά της ψηφιακής λίρας Αγγλίας. Επίσης, η High-Level Task Force on Central Bank Digital Currency του Ευρωσυστήματος έχει ξεκινήσει μια 24μηνη φάση διερεύνησης σχετικά με το σχεδιασμό του ψηφιακού ευρώ. Υπάρχουν όμως και οι αντίθετες φωνές, όπως αυτή της Κεντρικής Τράπεζας της Δανίας, οι οποίες θεωρούν ότι σε αυτήν τη φάση, ένα ψηφιακό νόμισμα δεν θα είναι εύκολο να ανταποκριθεί στις αλλαγές που το ίδιο θα επιφέρει στην αγορά.

Fintech indicator by countries: Composite indicator based on regulatory landscape, funding, availability, innovation, and talent pool (0: Min, 1: Max)

Μια δεύτερη τάση αφορά στην ανάπτυξη πιλοτικών προγραμμάτων που αξιοποιούν την Distributed Ledger Technology (DLT) και το πρώτο από αυτά προτάθηκε από την ΕΕ το Σεπτέμβριο του 2020, ενώ ένα παρόμοιο πρόγραμμα ανακοινώθηκε από τη Βρετανία τον Απρίλιο του 2021. Αυτά τα προγράμματα είναι παρόμοια με τα regulatory sandboxes και στόχος τους είναι να υποστηρίξουν την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και επιχειρηματικών μοντέλων. Η βασική διαφορά είναι ότι στα πιλοτικά προγράμματα, οι συμμετέχοντες λειτουργούν σε ένα περιβάλλον live market, με κάποιους περιορισμούς, όπως στο μέγεθος των ασφαλειών και στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς.

Fintech indicators by components: Top 5 countries Πηγή: AFME

Πρόκειται για μια προσέγγιση που επιτρέπει στις εταιρείες να περάσουν από το στάδιο έρευνας και δοκιμών σε ένα στάδιο που είναι πιο κοντά στην εμπορική έκδοση των προϊόντων τους. Επίσης, οι εταιρείες εξοικειώνονται με διαφορετικά πλαίσια κανόνων, τα οποία τους επιβάλλουν να διαμορφώνουν το ρίσκο που αναλαμβάνουν. Σε αυτό το πλαίσιο η Τράπεζα της Λιθουανίας παρουσίασε τον Μάρτιο του 2018, μια πλατφόρμα βασισμένη σε blockchain (LBChain), η οποία επιτρέπει σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και FinTechs να συν-λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον δοκιμών, το οποίο ωστόσο δεν είναι live market, σε αντίθεση με τα τρέχοντα προτεινόμενα DLT πιλοτικά προγράμματα. Στόχος του LBChain είναι να βοηθήσει startups να δημιουργήσουν προϊόντα ταχύτερα και με μικρότερο κόστος. Ήδη 5 startups έχουν αξιοποιήσει την πλατφόρμα και έχουν αναπτύξει τα προϊόντα τους μέχρι λίγο την εμπορική τους έκδοση.

Τα legacy συστήματα έχουν βαθιές ρίζες στα data centre

Όταν οι τράπεζες ξεκινούσαν τη μηχανοργάνωση τους, η επιλογή πληροφοριακού συστήματος ήταν μονόδρομος. Παρότι υπήρχε δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών κατασκευαστών, η αρχιτεκτονική mainframe ήταν η μόνη που μπορούσε να καλύψεις τις απαιτήσεις σε επεξεργαστική ισχύ και ασφάλεια δεδομένων. Έκτοτε, το χαζό τερματικό αντικαταστάθηκε από το PC, το Internet δημιούργησε ένα παγκόσμιο δίκτυο διακίνησης πληροφορίας και το cloud έδωσε την επιλογή στις σύγχρονες τράπεζες να μην έχουν ιδιόκτητο πληροφοριακό σύστημα.

Όπως όμως συμβαίνει σε μια πολυκατοικία που όλοι θαυμάζουν το ρετιρέ, αλλά λίγοι σκέφτονται ότι χωρίς τους κάτω ορόφους δεν θα μπορούσε να υπάρχει, έτσι και με τα πληροφοριακά συστήματα των τραπεζών, οι θεμελιακές υποδομές συνεχίζουν να είναι απαραίτητες. Αυτές τις υποδομές που είναι γνωστές ως “legacy”, οι τράπεζες προσπαθούν με αργό και προσεκτικό ρυθμό να τις αποσύρουν.

Οι βασικές αιτίες απόσυρσης είναι η ακριβή συντήρησή τους και η δυσπροσαρμοστικότητα συμβίωσης με νεότερες υποδομές. Οι λόγοι που η απόσυρση τους γίνεται με αργό ρυθμό είναι γιατί, όπως στο παιχνίδι τζένγκα πρέπει να βγάζουμε με προσοχή τα χαμηλά τουβλάκια, έτσι πρέπει να αφαιρούνται με προσοχή τα παλαιά συστήματα. Επιπλέον, πριν η διοίκηση λάβει την απόφαση απόσυρσης, θα πρέπει να έχει βεβαιωθεί ότι η νέα επιλογή είναι καλύτερη της υπάρχουσας λύσης, κάτι που δεν ισχύει σε κάθε περίπτωση.

Προ – Covid και Μετά – Covid
Τα δισεκατομμύρια δολάρια που διατίθενται από ιδιωτικά κεφάλαια κάθε χρόνο για την ενίσχυση του κλάδου των fintech, είχαν ξεκινήσει να ρέουν πριν από την έναρξη της πανδημίας. Ωστόσο, πριν ακόμα από την εμφάνιση των fintech, οι τράπεζες είχαν ξεκινήσει να επενδύουν στην ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών, αρχικά μέσω Internet και στη συνέχεια μέσω φορητών συσκευών, διαβλέποντας τη μείωση του λειτουργικού κόστους που θα είχαν, αλλά και την πρόσβαση σε ένα ευρύτερο κοινό πελατών.

Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι τα τμήματα πληροφορικής των τραπεζών με την ώθηση πρωτοπόρων εργαζομένων, διαμόρφωσαν ένα πρώιμο fintech προφίλ. Δυσκολεύονταν όμως να ταιριάξουν το street outlook με τη γραβάτα, το οποίο εκτός από θέμα νοοτροπίας, ήταν και θέμα των legacy συστημάτων που είχαν στα θεμέλια τους.

Από τη δεκαετία του 90 κιόλας, πράγματα γίνονταν, αλλού με πιο γρήγορους, αλλού με πιο αργούς ρυθμούς, αλλά χωρίς εκκωφαντικά γεγονότα. Ως αποτέλεσμα, η έκρηξη των νεοσύστατων επιχειρήσεων, οι οποίες εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία fintech, πήρε τη μορφή ενός Bing Bang, χωρίς κατ’ ουσία να είναι. Στα πρώτα εκείνα στάδια, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την κατάσταση με την εικόνα ενός χωριού, όπου έρχεται να παίξει ένα συγκρότημα τρίτης κατηγορίας και γίνεται τεράστιος σάλος.

Μετά το ξεκίνημα της πανδημίας, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι ψηφιακές συναλλαγές απέκτησαν μεγαλύτερη βαρύτητα για επιχειρήσεις και κυρίως ιδιώτες. Οπότε, θεωρητικά τουλάχιστον, οι fintech θα έπρεπε να έχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γιατί δεν είχαν ούτε το βάρος των legacy συστημάτων, ούτε το βάρος της legacy νοοτροπίας.

Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς όπως κατά καιρούς έχουν πει αρκετά τραπεζικά στελέχη, οι fintech που έχουν καταφέρει να γίνουν κερδοφόρες είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ένας λόγος ίσως είναι ότι η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης για παλιούς και νέους. Η κάθε πλευρά είχε απώλειες και οφέλη και προσαρμόστηκε με διαφορετικό τρόπο. Οι τράπεζες για παράδειγμα, επισπεύδουν το κλείσιμο καταστημάτων τους, ενώ οι fintech κυνηγούν τραπεζικές άδειες.

Σε αυτήν την ανακατωσούρα, οι τράπεζες χρειάζεται να μεριμνήσουν και για τα legacy συστήματα που έχουν στα θεμέλια τους και όπως λέει και ο τίτλος ενός άρθρου που δημοσιεύει η McKinsey να πετύχουν τη “Next – generation legacy modernization”. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι ο τίτλος δεν προδιαθέτει για την κατάργηση των legacy συστημάτων, αλλά για τον εκσυχρονισμό τους. Σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του περασμένου Ιουλίου του περιοδικού Digital Finance, η άποψη του Χάρη Μαργαρίτη, Group CΙΟ της Τράπεζας Πειραιώς, ταυτίζεται με την άποψη του συντάκτη του άρθρου της McKinsey, καθώς θεωρεί ότι ο μετασχηματισμός των core banking συστημάτων θα είναι μια πιο αργή διαδικασία στο συνολικό πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού, η οποία θα μπορούσε να έχει ακόμα και βάθος δεκαετίας.

Οπότε, η εκτίμησή του είναι ότι ίσως και για μια δεκαετία από σήμερα, οι τράπεζες θα χρειαστεί να μεριμνούν διαρκώς για να διατηρούν τα legacy συστήματά τους, όχι μόνο λειτουργικά, αλλά και ευέλικτα. Ωστόσο, η μετάβαση αυτή δεν αναμένεται να γίνει με ένα άλμα, αλλά με μια σταδιακά εξελικτική πορεία, εκτός απροόπτου βέβαια, μιας και οι κβαντικοί υπολογιστές που τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί στο προσκήνιο, ωθήσουν την τεχνολογία σε εξελικτικό άλμα. Σύμφωνα με τη μελέτη της McKinsey σε αυτή τη φάση οι τράπεζες εκσυγχρονίζουν τις υποδομές τους με βασικό στόχο τη μείωση της πολυπλοκότητας και επομένως την ταχύτερη υλοποίηση νέων έργων.

Στον πίνακα της McKinsey φαίνονται τα οφέλη από κάθε βήμα που γίνεται προς την κατεύθυνση του εκσυχρονισμού. Είναι εντυπωσιακό ότι αν γίνουν όλα τα βήματα, οι τράπεζες μπορούν να πετύχουν μέχρι 50% μικρότερους χρόνους σε υλοποίηση έργων και μέχρι 70% μείωση του κόστους λειτουργίας.

Ο χάρτης του βηματισμού
Η μελέτη της McKinsey βασίστηκε στην ανάλυση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού 50 εταιρειών από την οποία προέκυψαν 6 βασικές αρχές που χρωμάτιζαν το σύνολο των πετυχημένων έργων.

Αποκέντρωση δεδομένων και κεντρική ευέλικτη πλατφόρμα. Στο παρελθόν, μέρος της στρατηγικής των τραπεζών ήταν η συγκέντρωση των δεδομένων σε κεντρικούς χώρους αποθήκευσης. Σε αυτήν τη φάση, οι τράπεζες μπορούν να είναι πιο ευέλικτες αν αφήσουν κάποια από τα δεδομένα τους στις παρούσες θέσεις τους και να εστιάσουν στη δημιουργία καλύτερων γεφυρών.

Περισσότερες αλλαγές σε συστήματα που είναι εκτός πυρήνα. Ο στόχος πλήρους κατάργησης των συστημάτων του πυρήνα είναι δύσκολος και θα απαιτήσει αρκετό χρόνο, καθώς θα πρέπει να επενδύσουν σε αυτήν την κατεύθυνση και οι κατασκευαστές. Οπότε, θα μπορούσε να είναι μια καλύτερη πρακτική, οι τράπεζες να εστιάσουν την ενέργεια τους στη διαμόρφωση των περιφερειακών συστημάτων και των microservices. Για παράδειγμα, μια τράπεζα θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει το account management σύστημα αφαιρώντας από αυτό λειτουργίες σταδιακά. Μια τέτοια πολιτική έχει διπλό όφελος, γιατί βοηθάει τις τράπεζες να συντονίσουν το ψηφιακό τους μετασχηματισμό παράλληλα με τον επανασχεδιασμό των υπηρεσιών που προσφέρουν για να καλύψουν τις νέες απαιτήσεις των πελατών τους.

Πρωτεύουν οι αλλαγές για την εξυπηρέτηση πελατών
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των κεντρικών συστημάτων είναι ένα τεράστιο έργο, το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει χάος στη δημιουργία προτεραιοτήτων και επομένως άσκοπη σπατάλη πόρων. Οπότε, ένας μπούσουλας για τη δημιουργία της λίστας προτεραιοτήτων θα μπορούσε να είναι το πλάνο ανάπτυξης υπηρεσιών που βελτιώνουν την εμπειρία των πελατών τους.

Πρώτα integration και μετά απλοποίηση
Στα περισσότερα έργα εκσυχρονισμού, ένα από τα λάθη που γίνονται είναι να επενδύεται σημαντικό ποσοστό των πόρων στην απλοποίηση των συστημάτων και των εφαρμογών. Ωστόσο, οι καλές πρακτικές από τράπεζες που έχουν πετυχημένα έργα, έχουν δείξει ότι το integration πρέπει να προηγείται της απλοποίησης. Μόνο αφού οι τράπεζες δημιουργήσουν τα κατάλληλα APIs μπορούν να διαπιστώσουν ευκολότερα ποιες εφαρμογές χρειάζεται να απλοποιηθούν.

Η σανίδα σωτηρίας του SaaS
Οι πετυχημένοι οργανισμοί έχουν μια καλή αίσθηση των λειτουργιών που μπορούν να συνδυάσουν για να δημιουργήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Για όλες τις υπόλοιπες λειτουργίες, το ΙΤ θα μπορούσε να μεταφέρει τα enterprise applications σε μια πλατφόρμα SaaS ή τουλάχιστον να αξιοποιήσει μια λύση PaaS. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται καλύτερη τυποποίηση των υπηρεσιών και διευκολύνεται η διαδικασία των upgrades. Για παράδειγμα, μια τράπεζα θα μπορούσε να μεταφέρει στο cloud όλη την πληροφορική υποδομή για τη διαχείριση του HR.

Παγκόσμιες πλατφόρμες, αλλά με τοπική ευελιξία
Οι περισσότερες διαθέσιμες πλατφόρμες έχουν πλέον παγκόσμια εμβέλεια. Ωστόσο, οι τράπεζες θα ήταν περισσότερο ωφελημένες αν επέλεγαν πλατφόρμες που έδιναν τη δυνατότητα να κάνουν ξεχωριστές διαμορφώσεις σε τοπικό επίπεδο. Μια τέτοια λύση θα μπορούσε να δώσει σημαντική ευελιξία σχεδόν σε όλους τους εμπορικούς τομείς μιας τράπεζας, διευκολύνοντας παράλληλα των εναρμονισμό με τα επιμέρους ρυθμιστικά πλαίσια.

Έξι αρχές που μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα κόστη και την περιπλοκότητα στον εκσυγχρονισμό των legacy συστημάτων.

Τα NFTs, το μέλλον των επενδύσεων και ο ρόλος των τραπεζών

Μια άποψη που έχει ακουστεί σχετικά με την μανία των ιδιωτικών κεφαλαίων να επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια σε επιχειρήσεις, πολλές εκ των οποίων δεν παρουσιάζουν κερδοφορία μέχρι να κλείσουν, είναι ότι τα μεγάλα παιδιά βαριούνται και παίζουν παιχνίδια. Θα μπορούσαμε δηλαδή να φανταστούμε μια παρέα δισεκατομμυριούχων σε ένα ζεστό πριβε σαλόνι το χειμώνα στις Άλπεις ή σε μια πριβε παραλία στη Μύκονο το καλοκαίρι, να πίνουν σαμπάνιες και να λένε χοντράδες για τα πόσα λεφτά έκαψαν σε επιχειρήσεις που μοιάζουν εξ αρχής τόσο αποτυχημένες, όσο η προσπάθεια ενός μονόχειρα να κερδίσει το Φέντερερ σε παρτίδα τένις, όταν o Φέντερερ θα έχει κλείσει την ένατη δεκαετία της ζωής του.

Ακόμα όμως και αν αυτό συμβαίνει, υπάρχουν χιλιάδες περιστατικά επιτυχημένων επενδύσεων που δείχνουν ότι όπως τα δισεκατομμύρια αποτυχημένα πειράματα σύνδεσης αμινοξέων οδήγησαν σε ένα συνδυασμό που δημιούργησε την πρώτη ζωή στη Γη, έτσι και αυτά τα “παιχνίδια” μπορεί να γίνουν μήτρες επιτυχημένων επιχειρήσεων. Και κάπως έτσι ο Ίλον Μασκ που έπαιζε σε μια παραλία με τους φίλους του, μπορεί να γίνει ο χαρισματικός επιχειρηματίας που μια του λέξη αρκεί για να μετατραπεί το bitcoin σε τρενάκι λούνα παρκ.

Επιπλέον, λεφτά υπάρχουν, όπως έχουμε μάθει στο παρελθόν, αλλά συχνά συσσωρεύονται τόσα πολλά στην ιδιοκτησία ενός ατόμου που είναι δύσκολο να ξοδευτούν σε αντικείμενα που ευχαριστούν τον κάτοχό τους και επιπλέον τον ανεβάζουν σε μια ψηλότερη κοινωνική κορυφή. Η θαλαμηγός “Χριστίνα” του Αριστοτέλη Ωνάση, αν και παραμένει ένα πολύ όμορφο σκάφος, είναι προσιτό για μίσθωση ακόμα και από τους Καρντάσιανς. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για το Azzam, το οποίο στα 180 περίπου μέτρα μήκους του, φιλοξενεί μόνο τον Khalifa bin Zayed Al Nahyan και τους φίλους του. Κάπως έτσι ο εμίρης του Αμπού Ντάμπι εξασφαλίζει την ιδιωτικότητά του, αλλά κάνει και ορατή την ισχύ του σε παγκόσμιο επίπεδο. Και πάλι όμως είναι πολύ δύσκολο να ξοδέψει τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια της περιουσίας του.

Τι σχέση όμως έχουν αυτά με τα NFTs (Non-Fungible tokens);
Ένα ακόμα παιχνίδι ή ένα νέο πείραμα;

Ο William Gibson είναι ένας πραγματικά χαρισματικός συγγραφέας, ο οποίος βοηθήθηκε πολύ από χημικές ουσίες που συχνά παρασκεύαζε ο ίδιος. Μεταξύ άλλων έχει γράψει το μυθιστόρημα “Pattern Recognition”, το οποίο έχει εκδοθεί και στα ελληνικά με τον τίτλο “Αναγνώριση Προτύπων”. Στη φαντασία του συγγραφέα, μια κοπέλα έχει ¨αλλεργία” σε οποιοδήποτε μη αυθεντικό καλλιτέχνημα. Το χάρισμα της που για την ίδια είναι βάσανο, της δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τα patterns σε όλα τα προϊόντα τέχνης. Στην μέλλον του μυθιστορήματος, η τέχνη έχει τελματώσει τόσο πολύ, ώστε σχεδόν τα πάντα είναι διασκευές. Ένας ζάπλουτος της εποχής πληρώνει την κοπέλα για να του βρίσκει τα ελάχιστα αυθεντικά έργα τέχνης που δημιουργούνται ακόμα.

Τα NFTs συνδέθηκαν αρχικά με την τέχνη και η τεχνολογία blockchain εξασφαλίζει τη μοναδικότητά τους. Άρα μήπως φτάνουμε στην εποχή που τα αυθεντικά καλλιτεχνήματα λιγοστεύουν και χρειαζόμαστε μια νέα μορφή αυθεντικότητας; Το NFT θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε ψηφιακό, όπως μια ζωγραφιά, ένα μουσικό κομμάτι ή ακόμα και η συνείδησή μας αποθηκευμένη σε μια μνήμη, όπως λέει ο Mitchell Clark, συντάκτης του Verge.

Θεωρητικά επίσης, με τη στενή έννοια, το κάθε NFT είναι μοναδικό, γιατί παρόλο που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χιλιάδες ψηφιακά αντίτυπα ενός έργου, τα οποία θα ήταν εντελώς όμοια με το πρωτότυπο, το καθένα θα αντιστοιχούσε σε μια διαφορετική αριθμοσειρά, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με ένα πίνακα του Μονέ. Επομένως, αν κάποιος ψάχνει κάτι μοναδικό και τα μοναδικά πράγματα στον πλανήτη αρχίσουν να σπανίζουν το NFT είναι για αυτόν μια λύση.

Δεδομένου δε ότι το NFT είναι ένα πρόγραμμα, θα μπορούσε ο δημιουργός του να το κατασκευάσει με παραμέτρους, όπως για παράδειγμα, ο καλλιτέχνης να λαμβάνει ένα χρηματικό πσοό σε κάθε μεταπώλησή του έργου του. Υπάρχει όμως και ένα ακόμα στοιχείο που θα μπορούσαμε να βάλουμε στην αναζήτησή μας σχετικά με την αξία των NFTs.

Ένα ψηφιακό αντικείμενο θα μπορούσε να είναι και “ολίγον” ζωντανό

Όσοι ασχολούνται με τα παιχνίδια στο ψηφιακό κόσμο, θα γνωρίζουν ότι στη νοοτροπία των παικτών, η μοναδικότητα είναι κάτι σημαντικό. Ως παίκτης σε ένα ψηφιακό παιχνίδι δεν θα ήθελα να είμαι μόνο ο μάγος Γκανταλφ, αλλά ο μοναδικός μάγος Γκάνταλφ στην πλατφόρμα του παιχνιδιού ή ίσως και ο μοναδικός σε όλες τις πλατφόρμες που θα δέχονταν την ψηφιακή μου οντότητα. Παράλληλα, όμως θα ήθελα ενδεχομένως να διαχωρίσω την ψηφιακή μου οντότητα από την ανθρώπινη, ώστε να ζω δύο ανεξάρτητες ζωές, κρατώντας την ιδιωτικότητά μου σε κάθε μια από αυτές. Επίσης σε αυτές τις πλατφόρμες θα ήθελα να μπορώ να πουλήσω το μοναδικό μου μαγικό ραβδί με τις μοναδικές του ιδιότητες.

Ας φανταστούμε λοιπόν μια ψηφιακή οντότητα με όλα τα ψηφιακά περιουσιακά της στοιχεία αποθηκευμένα σε ένα ψηφιακό κουτί, όπως τώρα συμβαίνει με τα ψηφιακά νομίσματα και τα ψηφιακά πορτοφόλια. Η ψηφιακή περιουσία της οντότητας έχει μια αξία, η οποία διαμορφώνεται δυναμικά, ανάλογα με τη δράση της Άρα θεωρητικά, ο άνθρωπος, στον οποίο ανήκει η ψηφιακή οντότητα θα μπορούσε να πάει σε μια τράπεζα από τις παλιές ή τις καινούργιες και να ζητήσει ένα δάνειο για να αγοράσει περισσότερο storage ή περισσότερη επεξεργαστική ισχύ για να ενισχύσει τη ψηφιακή του οντότητα, βάζοντας ως υποθήκη το μαγικό του ραβδί ή τον μανδύα που τον κάνει αόρατο, τα οποία θα ήταν δύο μοναδικά αντικείμενα. Επιπλέον, θα μπορούσε να ζητήσει από ένα οίκο δημοπρασιών να αναλάβει την πώληση ενός ψηφιακού πίνακα που δημιούργησε, γιατί συμβαίνει να είναι και καλλιτεχνική φύση ή να τυπώσει τον πίνακα και να τον πουλήσει στον κόσμο των κυτταρικών ανθρώπων.

Έχουν εμπλακεί οι τράπεζες σε πωλήσεις ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων;

Σε είδηση που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάιο, η Temenos, μια από τις γνωστές εταιρείες στον τομέα του λογισμικού για τράπεζες, ανακοίνωσε ότι σε συνεργασία με την Taurus δίνει τη δυνατότητα στην πλατφόρμα της να υποστηρίζει κρυπτονομίσματα, decentralized finance και όλων των ειδών tokenized ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Η “επέκταση” της Taurus επιτρέπει στις τράπεζες όχι μόνο να εμπορεύονται ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, αλλά να δημιουργούν και δικά τους.

“Πιστεύουμε ότι τα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία δημιουργούν νέες ευκαιρίες για τις τράπεζες και ειδικά για τα τμήματα wealth management”, λέει ο Alexandre Duret, Product Director της Temenos. Το 2020, η Taurus ζήτησε χρηματοδότηση και πήρε τα πρώτα της 10 εκατομμύρια δολάρια από την Arab Bank. Αν πιστεύετε στις συμπτώσεις, τότε η εμφάνιση των NFTs σε αυτήν τη φάση της τεχνολογικής εξέλιξης, θα μπορούσε να είναι μια. Ανεξάρτητα όμως αν είναι συμπτωματική η εμφάνισή τους, αυτό που σήμερα μοιάζει ως μια ακόμα πολυτέλεια για βαριεστημένους δισεκατομμυριούχους, ίσως να είναι ένα ακόμα μάθημα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που παρακολουθούμε και συμμετέχουμε εδώ και λίγες δεκαετίες και μας βοηθά να εντασσόμαστε στο νέο ψηφιακό κόσμο.

Μιλάμε με τρεις πρωτοπόρους Έλληνες για τα NFTs
H Δώρα Παυλίδου δραστηριοποιείται αρκετά χρόνια τώρα στον τομέα του τουρισμού. Στα μέσα του περασμένου Ιουνίου, η TheCloudKeys ανέβασε στην πλατφόρμα omgdrops.com, το πρώτο συλλεκτικό τουριστικό πακέτο NFT. Με την αγορά του, του οποίου η τιμή είναι ορισμένη σε Ethereum, ο αγοραστής αποκτά μια ταξιδιωτική εμπειρία, δηλαδή το NFT μετουσιώνεται σε κάτι πιο “χειροπιαστό”.

H κ. Παυλίδου μας είπε ότι έχει υπάρξει ενδιαφέρον από αγοραστές, και το μόνο πρόβλημα που χρειάζεται διαχείριση είναι η μεταβλητότητα της τιμής του Ethereum, δεδομένου ότι για τη δημιουργία του ταξιδιωτικού πακέτου, έχουν συμφωνηθεί υπηρεσίες με τρίτους, οι οποίες τιμολογούνται σε FIAT.

Ο δημιουργός της πλατφόρμας omgdrops.com, είναι ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Σε μια επίσκεψη στο site της πλατφόρμας βρήκαμε αρκετά ψηφιακά έργα τέχνης που είναι διαθέσιμα ως NFTs. Ρωτήσαμε τον κ. Βλαχογιάννη, γιατί παρατηρούμε ότι οι περισσότερες πλατφόρμες NFT, όπως και η δική του βασίζονται στην blockchain τεχνολογία του Ethereum. Ο βασικός λόγος είναι ότι πρόκειται για τη μόνη δημοφιλή πλατφόρμα που έχει δημιουργήσει προστιθέμενη αξία στην τεχνολογία των smart contracts, στην οποία ουσιαστικά βασίζεται το NFT. Ένα smart contract επιτρέπει σε δύο άγνωστα άτομα να ολοκληρώσουν μια συναλλαγή σε ένα περιβάλλον αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χωρίς την παρουσία ενδιάμεσου.

Πως όμως μετουσιώνονται αυτές οι δράσεις σε εμπορική αξία; Ήδη κάποιες δημοπρασίες έργων τέχνης σε μορφή NFTs δημιουργούν προσδοκίες. Μιλώντας με την Φωτεινή Βαλεοντή, ερευνήτρια στο UCL, αλλά και ιδρύτρια και CEO της μοναδικής ψηφιακής πινακοθήκης USEUM.org, την οποία επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι ημερησίως, μας είπε ότι σε αυτή τη φάση βιώνουμε την ενθουσιώδη φάση των NFTs, η οποία θα μετουσιωθεί σε περισσότερες αλλά και ουσιαστικότερες χρήσης της τεχνολογίας τα ερχόμενα χρόνια. Επίσης σημείωσε ότι τα NFTs αναδύονται και ως μια σημαντική πηγή εσόδων για τα μουσεία. Η Πινακοθήκη Uffizi στην Φλωρεντία πούλησε μία ψηφιακή εικόνα του έργου Doni Tondo του Michelangelo ως NFT για 170.000 δολλάρια, αποφέροντας σημαντικά κέρδη σε μία πολύ δύσκολη χρονιά.

Διαθέσιμη σε NFT διασκευή του άρθρου
Προκειμένου να βιώσουμε τη χρήση της τεχνολογίας NFT, αποφασίσαμε να μετατρέψουμε σε NFT αυτό το άρθρο. Ωστόσο, για να έχει νόημα η πώλησή του ως κάτι μοναδικό, αφενός χρησιμοποιήσαμε στη διασκευή του έναν ορισμό, ο οποίος στο βαθμό που ψάξαμε, δε φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί ξανά και αφετέρου το άρθρο θα είναι διαθέσιμο σε πέντε μοναδικά αντίτυπα. Για τη δράση αυτή, συνεργαστήκαμε με την OMGDrops, μια από τις μεγαλύτερες NFT πλατφορμες και NFT agencies. Η OMGDrops εκπροσωπεί διασημους ηθοποιούς, αθλητές και celebrities του Hollywood. Με 18 χιλιάδες NFT και πάνω από 3000 Ether σε πωλήσεις μέσα στο 2021, είναι από τις πρώτες πλατφόρμες σε Αμερική και Ευρώπη που διαχειρίζεται πλήρως από την κοινότητά της.
Το άρθρο είναι διαθέσιμο εδώ

Το cloud κερδίζει την εμπιστοσύνη και των τραπεζών

Αν σκεφτούμε ότι μόλις πριν από μερικές δεκαετίες, η τυπική εικόνα μιας τράπεζας συνέχιζε να είναι παρόμοια με αυτήν που βλέπαμε σε ταινίες γουέστερν, το να συζητάμε σήμερα για άϋλο χρήμα, το οποίο μάλιστα αποθηκεύεται και διακινείται σε υποδομές που δεν είναι ιδιοκτησία της τράπεζας, είναι σαν να έχουμε κάνει ένα χωροχρονικό άλμα μέσα από μια σκουληκότρυπα.
Συνεχίζουμε βέβαια να διαβάζουμε στις ειδήσεις για περιστατικά κλοπών δεκάδων χιλιάδων ευρώ από πατάρια και κάτω από στρώματα, γεγονός που δείχνει ότι μια ομάδα ανθρώπων δεν είναι ακόμα έτοιμη να δείξει εμπιστοσύνη στις αλλαγές. Ενώ όμως ένα μεγάλο ποσοστό των συναλλαγών συνεχίζει να γίνεται με μετρητά, μικρό ποσοστό των μετρητών είναι αποθηκευμένα στα οικιακά θησαυροφυλάκια. Συνήθως, οι ιδιώτες που προτιμούν να κάνουν συναλλαγές με μετρητά, χρησιμοποιούν τα ATMs των τραπεζών για να έχουν 24ωρη πρόσβαση στα αποθέματά τους. Μεταξύ των τομέων που η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά, ήταν και η χρήση μετρητών. Το μέγεθος των συναλλαγών με μετρητά εκτινάχθηκε σε ύψη που είχαμε να δούμε από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στα 2,07 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το πως οι τράπεζες διαχειρίστηκαν αυτό το πισωγύρισμα στη διαδρομή προς τη ψηφιακή οικονομία, αν και δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου, θα είχε ενδιαφέρον να το διαβάσουμε σε μελέτες που λογικά θα αρχίσουν να δημοσιεύονται προς το τέλος αυτής της χρονιάς.

Οι τράπεζες θα υλοποιήσουν τη στρατηγική τους ανεξαρτήτως πανδημίας
Κάθε χρονιά που περνά, οι τράπεζες παγκοσμίως κλείνουν καταστήματά τους ή τα μετατρέπουν σε υβριδικά, ώστε να μειώσουν το λειτουργικό κόστος, περιορίζοντας το ανθρώπινο δυναμικό τους. Ακόμα και τα ATMs που θεωρητικά αποτελούν κομμάτια του παζλ της ψηφιακής οικονομίας, έχουν γίνει ανεπιθύμητα για τις τράπεζες, καθώς το κόστος λειτουργίας τους είναι υψηλό. Επομένως, το στίγμα που δίνουν σε αυτήν τη φάση οι τράπεζες δείχνει ότι η πορεία τους προς το ψηφιακό μετασχηματισμό είναι σταθερή, ανεξαρτήτως εμποδίων, όπως οι αντιρρήσεις κάποιων ομάδων πελατών τους. Εταιρείες συμβούλων προβλέπουν ότι οι τράπεζες το 2030 θα έχουν εντελώς διαφορετική εικόνα από τη σημερινή. Στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας, το cloud computing αναμένεται να έχει καθοριστικό ρόλο. Ίσως, να είναι μια από τις λίγες φορές που οι προβλέψεις των συμβουλευτικών εταιρειών θα αποδειχτούν απαισιόδοξες και να δούμε σημαντικές αλλαγές αρκετά νωρίτερα, δεδομένου ότι οι καταστάσεις πιέζουν. Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, Group CIO της Τράπεζας Πειραιώς, την ερχόμενη πενταετία ποσοστό κοντά στο 70% των λειτουργιών της τράπεζας θα υποστηρίζεται από public cloud υποδομές.
Οι κορυφαίοι πάροχοι υπηρεσιών cloud επενδύουν δισεκατομμύρια σε υποδομές, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των πελατών τους σε αξιοπιστία, διαθέσιμους πόρους και συμμόρφωση με τα ρυθμιστικά πλαίσια. Είναι ενδιαφέρον ότι μετά από χρόνια που οι CIOs και οι διοικήσεις των τραπεζών έβλεπαν το cloud ως μια οικονομικότερη και πιο ελαστική εναλλακτική, πλέον αναζητούν μέσω του cloud ευκαιρίες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα έσοδά τους.
Η νέα αυτή οπτική δεν προέκυψε τόσο από ένα όραμα προς την Τράπεζα 2.0, αλλά από την έντονη πίεση που έχει ασκήσει τα τελευταία χρόνια η ενδυνάμωση των challenger banks, η οποία βασίστηκε σε μια άνευ προηγουμένου ροή κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές.
Σύμφωνα με την KPMG, το 2020, επενδύθηκαν σε fintech 105 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ την περασμένη χρονιά είχαν επενδυθεί 165 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν συνεχίζαμε να κοιτάμε προς τα πίσω θα βλέπαμε αθροιστικά το μέγεθος των επενδύσεων να πλησιάζει ή και να ξεπερνάει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι προτιμήσεις των ιδιωτικών κεφαλαίων έχουν δημιουργήσει απορίες στους τραπεζίτες, οι οποίοι βλέπουν να “καίγονται” ετησίως δισεκατομμύρια δολάρια χωρίς να είναι ορατό στο άμεσο μέλλον το ενδεχόμενο της κερδοφορίας.
Και δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά κεφάλαια που βάζουν πλάτη για την ανάπτυξη των challenger banks, αλλά και οι ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες δείχνουν λιγότερη αυστηρότητα σε επιχειρηματικές δράσεις που επανειλημμένα έχουν αποδειχτεί αμφιβόλου ποιότητας. Αυτό που συμβαίνει μοιάζει σαν μια μερίδα της αγοράς να ξύπνησε εκνευρισμένη με τις τράπεζες ένα πρωί και να θέλει τις τιμωρήσει για τη συμπεριφορά τους στο παρελθόν.
Ίσως πάλι να είναι μια τάση των καιρών που κάποια στιγμή είτε θα καταλαγιάσει με ήπιο τρόπο ή θα εκραγεί σαν σουπερνόβα. Λίγοι μπορούν να γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση ωθεί τις τράπεζες σε μια αναγκαστική κούρσα εξέλιξης. Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, “Χρειάζεται να περιμένουμε τις εξελίξεις και να κατανοήσουμε ότι οι νέες αυτές επιχειρήσεις έχουν ανεβάσει ψηλά τον πήχη. Επομένως, θα πρέπει να βάλουμε πολύ επιπλέον προσπάθεια για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί. ”
Και συμπληρώνει ο ίδιος, “η στροφή της στρατηγικής μας προς το cloud, διευκολύνει τη συνεργασία μας με fintech εταιρείες, με τις οποίες θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε με αμοιβαίο όφελος και για τις δύο πλευρές.”

Η στροφή προς το cloud έχει ξεκινήσει χρόνια πριν
Οι τράπεζες δεν ανακάλυψαν τις υπηρεσίες του cloud χθες. Σε ρεπορτάζ στο περιοδικό Netweek πριν μια πενταετία, ο διευθυντής πληροφορικής της Alpha Bank, μας είχε πει ότι το cloud storage, ήταν μια επιλογή για τα backup των αρχείων του Exchange server που χρησιμοποιούσε τότε η τράπεζα σε δικές της υποδομές. Η ευκολία που προσφέρει η ελαστικότητα των υπηρεσιών cloud, είναι πλέον αποδεδειγμένα ωφέλιμη στην ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών. Ο Μανώλης Συλλιγνάκης, Head of Analytics Center of Excellence στην Εθνική Τράπεζα, μας λέει ότι
“Η πρόταση του IT τμήματος της τράπεζας να γίνει υλοποίηση των data analytics εφαρμογών σε περιβάλλον cloud, έχει λύσει τα χέρια του τμήματός κάθε φορά που απαιτούνται επιπλέον πόροι.” Όπως συμπληρώνει ο ίδιος, “Όταν στο παρελθόν χρειαζόμασταν μια επέκταση μνήμης στις on premise υποδομές, έπρεπε να καταθέσουμε ένα αίτημα, το οποίο χρειάζονταν αρκετό χρόνο για να εγκριθεί. Τώρα, απλά ζητάμε από τον πάροχο να μας διαθέσει περισσότερη μνήμη ή αποθηκευτικό χώρο και αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται πολύ γρήγορα.”
Είναι η λύση αυτή και η πιο οικονομική; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί με βεβαιότητα. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις λάμβαναν φουσκωμένους λογαριασμούς, επειδή η ευκολία πρόσβασης στους πόρους του cloud είχε σαν αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση. Έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα πάνω στο θέμα της διαχείρισης των πόρων του cloud. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο σε multi-cloud περιβάλλοντα, δεδομένου ότι ο κάθε πάροχος έχει δικό του τρόπο τιμολόγησης και συχνά, οι οργανισμοί ζητούν υπηρεσίες που χρειάζονται για κάποιο διάστημα, αλλά στη συνέχεια μένουν αναξιοποίητες. Τα ξεχασμένα virtual machines είναι μια από τις συνηθέστερες περιπτώσεις κατανάλωσης πόρων και χρήματος. Δεδομένου ότι αρκετές επενδύσεις στο cloud είναι ακόμα φρέσκες, δεν υπάρχουν βέβαια στοιχεία ότι το ¨ευκολότερο” είναι και οικονομικότερο.
Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, “Κάθε φορά , πριν περάσουμε μια σημαντική λειτουργία σε αρχιτεκτονική cloud, προηγείται μια μελέτη, η οποία στο βαθμό που είναι εφικτό μας δίνει την εικόνα του οικονομικού οφέλους.” Βέβαια, όπως μας λέει ο Μανώλης Συλλιγκνάκης “η σύγκριση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή με την προηγούμενη κατάσταση σε on premise υποδομές, όχι μόνο σχετικά με το οικονομικό όφελος, αλλά και τις επιδόσεις.”
Είναι συχνό φαινόμενο, οι οργανισμοί να παραμελούν μετρήσεις που αφορούν τις επιδόσεις των συστημάτων τους και να επενδύουν σε αναβαθμίσεις είτε για προφανείς λόγους, όπως για παράδειγμα όταν γεμίζει ο αποθηκευτικός χώρος, είτε γιατί κάτι καινούργιο και “γρηγορότερο” εμφανίστηκε. Ένα απλό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας είναι η χρήση των desktops και laptops, τα οποία γεμίζουν με “σκουπίδια” που δημιουργούν τα Windows και γίνονται αργά. Η πρώτη λύση που βρίσκουμε είναι να τα αντικαταστήσουμε με ισχυρότερα, ενώ υπάρχουν λύσεις στο πρόβλημα που ξεφεύγουν από τη νοοτροπία της κατανάλωσης.
Ωστόσο, οι πιεστικοί ρυθμοί της καθημερινότητας του ανταγωνισμού, δεν αφήνουν πολύ χρόνο για ωρίμανση των νέων τεχνολογιών. Αν ένα σημαντικό ποσοστό των ανταγωνιστών ενός επιχειρηματικού τομέα εφαρμόσει μια νέα τεχνολογία, αργά η γρήγορα αυτή θα υιοθετηθεί από την πλειονότητα. Διαφορετικά, αν τελικά η τεχνολογία δεν αποδειχτεί άχρηστη, όσοι αργήσουν πολύ ή δεν την αξιοποιήσουν καθόλου, θα χάσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Στροφή στο cloud για την Τράπεζα Πειραιώς

Η διάθεση της Τράπεζας Πειραιώς να επενδύσει στο ψηφιακό μετασχηματισμό αναδεικνύεται από την επένδυση που κάνει σε ανθρώπινο δυναμικό. Ο Χάρης Μαργαρίτης από τη θέση του Group CIO, έχει μεταξύ άλλων την ευθύνη ενορχήστρωσης σχεδόν 250 ατόμων, τα οποία πρέπει να συνεργαστούν για να επιτευχθούν οι στόχοι του οργανισμού. Επιπλέον, αισθανόμενη τις ανάγκες των καιρών, η τράπεζα έχει δημιουργήσει μια ομάδα με εξειδίκευση στην ανάλυση δεδομένων, η οποία έχει την ευθύνη όχι μόνο να δημιουργεί νέα μοντέλα, αλλά και να προτείνει λύσεις ώστε αυτά να συμβάλουν στην αύξηση των εσόδων.
Πάνω από το επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού, χτίζεται το επίπεδο σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων, τα οποία αναμένεται να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της τράπεζας. Το πρώτα αποτελέσματα αναμένονται άμεσα, ενώ σε βάθος τριετίας θα έχουν υλοποιηθεί το βήματα προς το πρώτο κεφαλόσκαλο της ανάπτυξης.

Εργαστήκατε για ένα διάστημα στην Ελλάδα, συνεχίσατε εκτός Ελλάδας και τώρα πάλι εδώ. Μέσα από αυτές τις εναλλαγές, ποια είναι η εικόνα που έχετε σχηματίσει για την πληροφορική στην Ελλάδα;

Η εικόνα που έχω σήμερα, είναι εικόνα ελπίδας και προοπτικής και αυτός άλλωστε είναι ένας λόγος που επέλεξα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι η πανδημία, αν και δυσάρεστη κατάσταση, λειτούργησε ως καταλύτης για επενδύσεις σε έργα ψηφιακού μετασχηματισμού, κάποια εκ των οποίων θα καθυστερούσαν πολλά χρόνια για να ξεκινήσουν. Προφανώς υπάρχουν ακόμα μεγάλες προκλήσεις, τόσο σε επίπεδο χώρας, αλλά και μέσα στους οργανισμούς, όπως ο δικός μας, αλλά αυτή είναι μια επιπλέον ώθηση για μένα, δεδομένου ότι υπάρχει πεδίο ανάπτυξης. Διαχρονικά, η εικόνα που βρήκα επιστρέφοντας στην Ελλάδα, είναι εκεί που ήταν λογικό να είναι. Για να μιλήσω συγκεκριμένα για τον οργανισμό που εργάζομαι, η Τράπεζα Πειραιώς έχει εκτελέσει έργα πληροφορικής πολύ μεγάλης πολυπλοκότητας σε σύντομο χρονικό διάστημα, κυρίως λόγω των συγχωνεύσεων, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αξιόλογα σε παγκόσμιο επίπεδο. H Τράπεζα Πειραιώς είναι πολύ ώριμη πλέον σε θέματα διακυβέρνησης, γεγονός που δημιουργεί ένα ισχυρό θεμέλιο για τα έργα που έπονται.

Έχει ολοκληρωθεί η ενοποίηση των διαφορετικών συστημάτων των τραπεζών που απορρόφησε η Τράπεζα Πειραιώς;

Θεωρούμε ότι έχει ολοκληρωθεί, παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε μια ομοιογενή αρχιτεκτονική και αυτό ήταν επιλογή μας, γιατί το κόστος δημιουργίας της θα ήταν ασύμφορο. Οπότε, έχουμε βρει μια ισορροπία στο μίγμα των πληροφοριακών μας συστημάτων, ώστε να ικανοποιούμε τις επιχειρησιακές μας ανάγκες και να έχουμε ένα περιβάλλον που μπορούμε να υποστηρίξουμε τεχνολογικά.
Οπότε, λογικά στο data centers, αν το φανταστούμε ως μια οντότητα, υπάρχουν ακόμα UNIX συστήματα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μακρινοί απόγονοι των πρώτων mainframes;
Τα περισσότερα από τα συστήματα που μπορούσαν να γίνουν virtualize και να μεταφερθούν σε μοντέρνες υποδομές, έχουν μεταφερθεί, Ωστόσο, στον πυρήνα των τραπεζικών μας εργασιών συνεχίζει να λειτουργεί ένα mainframe σύστημα, το οποίο είναι πλήρως εκσυγχρονισμένο, καθώς ο κατασκευαστής του, συνεχίζει να το επικαιροποιεί με βάση τις τρέχουσες τραπεζικές ανάγκες και μάλιστα θα έχουμε μια “αναζωογόνηση” του στις αρχές του ερχόμενου έτους.
Μετά από αυτήν την αναζωογόνηση, το core σύστημά μας θα είναι έτοιμο να ενταχθεί σε υποδομές hybrid cloud, οι οποίες σχεδιάζονται στο πλαίσιο της στρατηγικής μας.
Με την αναφορά σας στο cloud, μου δίνετε την ευκαιρία να σας ζητήσω να μου περιγράψετε με περισσότερες λεπτομέρειες αυτή τη στρατηγική.
Το cloud δεν είναι για εμάς κάτι που έρχεται, αλλά ένα κομμάτι της πληροφορικής τεχνολογίας που αξιοποιούμε, δεδομένου ότι τα ψηφιακά μας κανάλια και το front office λειτουργούν ήδη σε περιβάλλον cloud. Η παρουσία της Microsoft με data center στη χώρα μας, ενισχύει τη συνεργασία που είχαμε με την εταιρεία και μας δίνει μια επιπλέον ώθηση να εντάξουμε περισσότερες εφαρμογές μας σε περιβάλλον public cloud. Βέβαια, η Τράπεζα Πειραιώς θα συνεχίσει για το άμεσο χρονικό διάστημα να συντηρεί ένα δικό της data centre πλήρως λειτουργικό, είτε σε δικές της υποδομές, είτε σε υποδομές τρίτων, προκειμένου να έχει τη μέγιστη ασφάλεια, ακόμα και στο πιο απίθανο σενάριο.
Σε επίπεδο υπηρεσιών, βλέπουμε περισσότερες επενδύσεις σε SaaS και PaaS, ώστε σε βάθος τριετίας να έχουμε μετασχηματίσει και μεταφέρει ένα 70% περίπου των λειτουργιών μας σε public cloud. Στο πλαίσιο αυτό, στόχος μας είναι να απλοποιήσουμε και το πορτφόλιο των εφαρμογών που διαχειριζόμαστε, το οποίο είναι αρκετά σύνθετο, οπότε με αυτό τον τρόπο θα περιορίσουμε και το κόστος συντήρησης συστημάτων. Συχνά, αυτή η πολυπλοκότητα στη συντήρηση συστημάτων, γίνεται εμπόδιο για τους οργανισμούς στην ανάπτυξη νέων υπηρεσιών. Οπότε θεωρούμε ότι παράλληλα με τη μείωση του λειτουργικού κόστους, η μετάβαση στο cloud θα μας κάνει και περισσότερο ευέλικτους.

Υποθέτω ότι οι βασικοί σας προμηθευτές έχουν ήδη μετασχηματιστεί και μπορούν να σας υποστηρίξουν στη νέα σας στρατηγική. Ωστόσο, θεωρείτε ότι η μετάβαση έγινε με ριζικές αλλαγές ή υπάρχουν περιπτώσεις που οι παλιές εφαρμογές “χώρεσαν” στο cloud;

Πράγματι, η δημιουργία cloud native εφαρμογών είναι ένα σημαντικό κριτήριο για την επιλογή των προμηθευτών μας. Πολλοί προμηθευτές αρχικά ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο του “containerization” των παραδοσιακών n-tier αρχιτεκτονικών και βάφτισαν τα προϊόντα τους ως “cloud ready”. Αυτή η προσέγγιση δεν επιτρέπει των αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων. Θεωρώ όμως ότι τώρα οι βασικοί μας προμηθευτές έχουν κάνει αυτή τη μετάβαση σε ποσοστό που μπορεί να πλησιάζει και το 80% και αυτό συνέβη κυρίως στα 3 έως 5 τελευταία χρόνια.
Επίσης, μαζί με τους στρατηγικούς μας συνεργάτες, με τους οποίους λειτουργούμε τα software factories της Τράπεζας στους τομείς του digital banking, process automation και data management & analytics, ακολουθούμε μια συστηματική cloud-first προσέγγιση στο σχεδιασμό των νέων τεχνολογικών μας υποδομών.

Θα μπορούσατε να πείτε το ίδιο και για τα core banking συστήματα;

Αυτός είναι πιο δύσκολος τομέας για εξελίξεις και η δυσκολία πηγάζει από το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι οργανισμοί έχουν κρίσιμης σημασίας υποδομές σε πολλούς πελάτες, τους οποίους πρέπει να συνεχίσουν να υποστηρίζουν αδιάλειπτα και δεν μπορούν να τους πιέσουν να ανανεώσουν τις υποδομές τους. Για αυτό και όλοι προσπαθούν να έχουν μια διαδρομή μετάβασης σε νέες εκδόσεις, η οποία να μην απαιτεί υλοποίηση εκ νέου των θεμελιωδών υποδομών. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι κατασκευαστές που έχουν κάνει σημαντικά βήματα και επίσης η ανάδυση των challenger banks τροφοδότησε την ανάπτυξη νέων κατασκευαστών, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει core banking συστήματα βασισμένα σε cloud native αρχιτεκτονική. Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε και ότι τα δυσνόητα όρια της έννοιας “core banking” αδικούν σε κάποιες περιπτώσεις ενέργειες που έχουν γίνει. Σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές λογισμικού του χώρου έχουν επεκτείνει τα παραδοσιακά όρια των core banking πλατφόρμων σε περισσότερες λειτουργικές περιοχές, όπως το CRM, το product origination, τα pricing engines, το wealth management, και άλλες. Πολλές από αυτές τις δυνατότητες έχουν υλοποιηθεί με νέες αρχιτεκτονικές που είναι σύμφωνες με τα σύγχρονα παραδείγματα και παρέχονται με managed services ή SaaS μοντέλα. Η τεχνολογική στρατηγική μας στην Τράπεζα Πειραιώς βασίζεται στον σταδιακό μετασχηματισμό των περιοχών του ‘core banking’ υιοθετώντας τέτοιες λύσεις που παρέχουν μεγαλύτερη τυποποίηση, βασιζόμενοι σε πρότυπα και συνεργασίες. Οι προτεραιότητες μας είναι στις περιοχές, οι οποίες απαιτούνται να ενισχυθούν για να υποστηρίξουν την επιχειρηματική μας στρατηγική.
Η συγκέντρωση του μεγαλύτερου μεριδίου της αγοράς σε λίγες εταιρείες που προσφέρουν public cloud πλατφόρμες, αλλά και SaaS και PaaS, είναι κάτι που σας ανησυχεί;
Σίγουρα η συγκέντρωση στις 4-5 μεγάλες εταιρείες που προσφέρουν cloud υπηρεσίες είναι ένα θέμα που απασχολεί όλες τις ρυθμιστικές αρχές σε παγκόσμιο επίπεδο. Θεωρώ όμως πως τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος αναφορικά με τους κανόνες λειτουργίας και ελέγχου αυτών των εταιρειών. Η προσέγγιση μας για τη διαχείριση των όποιων κινδύνων απορρέουν από αυτή τη συγκέντρωση, σύμφωνα και με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, είναι να αξιοποιούμε τεχνικούς μηχανισμούς όπως την κρυπτογράφηση των δεδομένων και τη δυνατότητα μεταφοράς του υπολογιστικού φορτίου σε on premise cloud περιβάλλοντα, καθώς και εξειδικευμένους όρους συνεργασίας που διασφαλίζουν την ποιότητα των υπηρεσιών και δίνουν τη δυνατότητα διενέργειας όποιων απαιτούμενων ελέγχων στις υποδομές των παρόχων.
Πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως στην τεχνολογία της πληροφορικής, κάπως έτσι ήταν πάντοτε τα πράγματα, δηλαδή πάντα υπήρχε σημαντική εξάρτηση από λίγες μεγάλες εταιρείες σε θέματα θεμελιωδών τεχνολογιών. Αυτό όμως δεν περιόρισε το κίνημα του open source, το οποίο είναι επίσης ένας από τους βασικούς λόγους της αλματώδης ανάπτυξης στις τεχνολογίες πληροφορικής την τελευταία δεκαετία.
Οπότε αν σας έδιναν πόρους για να κάνετε τη δική σας ανάπτυξη λογισμικού, όπως για παράδειγμα έκανε η Εσθονία με την e-government πλατφόρμα της, θα προτιμούσατε τις διαθέσιμες λύσεις;
Νομίζω ότι οι πόροι που θα χρειάζονταν για να κάνει κάτι τέτοιο ένας οργανισμός, ακόμα και με το μέγεθος μιας τράπεζας, θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξουν τη βιωσιμότητα του έργου. Οπότε εμπιστευόμαστε το πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί τόσο σε επίπεδο χωρών, όσο και σε επίπεδο ΕΕ και ρυθμίζει τη λειτουργία και τις απαιτήσεις των μεγάλων παρόχων τεχνολογίας.

Ας αφήσουμε στην άκρη της ανησυχίες και να εστιάσουμε στη νέα τάση της ανάλυσης δεδομένων, η οποία αφορά στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Για τον τραπεζικό τομέα, η ανάλυση δεδομένων είναι βασικό εργαλείο, με την τεχνητή νοημοσύνη ποια είναι η εικόνα που έχετε σχηματίσει μέχρι τώρα;

Οι τεχνικές ανάλυσης δεδομένων, στατιστικής μοντελοποίησης και μηχανικής εκμάθησης έχουν ήδη πολλές πρακτικές εφαρμογές στον τραπεζικό τομέα σε τομείς όπως η διαχείριση ρίσκου και η δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Ήδη, πριν φύγω από την Ελλάδα το 2013, είχαμε υλοποιήσει στην τράπεζα που εργαζόμουν τότε, ένα πλήρως αυτοματοποιημένο σύστημα για αξιολόγηση δανείων που βασιζόταν σε πλήθος επιχειρησιακών κανόνων, οι οποίοι είχαν παραχθεί μέσω τεχνικών information engineering.
Η μεγάλη διαφορά σήμερα οφείλεται στην εκρηκτική αύξηση του όγκου των δεδομένων, της διαθέσιμης υπολογιστικής ισχύος και την εξέλιξης των αλγορίθμων μηχανικής εκμάθησης. Αυτός ο συνδυασμός έχει καταστήσει εφικτές ένα πλήθος από νέες εφαρμογές, πολλές από αυτές με άμεσα, μετρήσιμα οφέλη.
Για παράδειγμα, η Τράπεζα Πειραιώς αξιοποιώντας big data υποδομές σε public cloud έχει δημιουργήσει ένα προβλεπτικό μοντέλο για τη βελτιστοποίηση της αναπλήρωση των ATMs με σημαντικά οφέλη εξοικονόμησης κόστους. Επίσης, σήμερα αξιοποιούμε τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης για την αναγνώριση και αντιμετώπιση ύποπτων συναλλαγών, την υλοποίηση chatbots για υποστήριξη πελατών και εξετάζουμε την χρήση τους στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε διάφορους τομείς.Είναι σημαντικό επίσης να πειραματιζόμαστε ακόμα και σε περιοχές όπου τα αποτελέσματα δεν είναι άμεσα ορατά, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να αδράξουμε ευκαιρίες που θα μας επιτρέψουν να καινοτομήσουμε και να είμαστε ανταγωνιστικοί. Αρκετοί οργανισμοί πλέον, ειδικά οι νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας, ακολουθούν μια AI-first προσέγγιση στο σχεδιασμό λύσεων και προϊόντων. Η πρόθεσή μας να επενδύσουμε στις σύγχρονες τεχνολογίες ανάλυσης δεδομένων στην Τράπεζα Πειραιώς είναι ξεκάθαρη και για αυτό δημιουργήσαμε μια ειδική ομάδα ανθρώπων σε ξεχωριστή διεύθυνση, η οποία έχει στόχο όχι μόνο να αξιοποιήσει την τεχνολογία, αλλά να προτείνει και έργα αξιοποίησης των δεδομένων που θα έχουν άμεσο οικονομικό όφελος για τον οργανισμό.

Η αυτοματοποίηση των λειτουργιών του οργανισμού, έχει ως αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις τον περιορισμό της επαφής του πελάτη με το ανθρώπινο δυναμικό σας. Από τη μια αυτό βελτιώνει τα λειτουργικά έξοδα του οργανισμού, από την άλλη περνά στο τμήμα πληροφορικής ένα μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης της εξυπηρέτησης των πελατών.

Έχετε δίκιο. Τα τμήματα πληροφορικής αναλαμβάνουν μια μεγάλη ευθύνη και ενώ συχνά λέμε ότι αυτό που σχεδιάζουμε πρέπει να έχει τον πελάτη στο επίκεντρο, στην πράξη αυτό είναι δύσκολο να υλοποιηθεί. Τα ψηφιακά κανάλια μας βοηθούν να αποκτήσουμε πολύ περισσότερη πληροφορία για τη συμπεριφορά του πελάτη και επομένως να γνωρίζουμε με αν είναι ευχαριστημένος ή δυσαρεστημένος, αλλά σημαντική είναι και η συμβολή της ανθρώπινης επικοινωνίας. Για αυτό στη δική μας στρατηγική ένας από τους στόχους είναι ένα μείγμα από τεχνολογίες και ανθρώπους που τελικά θα προσφέρουν τη βέλτιστη εμπειρία στους πελάτες μας. Θεωρώ όμως ότι και οι πελάτες πλέον ζητούν περισσότερο τη ψηφιακή επικοινωνία με τις τράπεζες και επομένως χρειάζεται να κάνουμε δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η ψηφιακή υπογραφή, την οποία υιοθετήσαμε είναι μια από τις δράσεις που μας έχουν βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως και η υλοποίηση συστήματος videoconferencing με τους πελάτες.
Η δυσκολία του έργου μας, είναι να γίνουν όλες αυτές οι αλλαγές με τη λιγότερη ενόχληση για τους πελάτες και με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Επίσης, η ευθύνη αυτή μεγεθύνει τη σημασία της συνεχούς κατάρτισης και εξειδίκευσης των εργαζομένων στα τμήματα πληροφορικής. Για το λόγο αυτό, έχουμε θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης και πιστοποίησης σε σύγχρονες τεχνολογίες και πρακτικές, με ιδιαίτερη έμφαση στις θεματικές περιοχές που σχετίζονται με το cloud

Στην ανταγωνιστική αρένα που μπήκαν πριν από μερικά χρόνια οι challenger banks, η εικόνα που βλέπουμε αυτή τη στιγμή είναι να χάνουν οι “παλιοί” μερίδια σε συγκεκριμένους τομείς από τους “καινούργιους”, οι οποίοι προσφέρουν ταχύτερα ποιοτικότερες και οικονομικότερες υπηρεσίες. Που βλέπετε να οδηγεί αυτή η κατάσταση;

Αυτό που συμβαίνει σε αυτήν τη φάση, είναι η προσπάθεια κάποιων επιχειρήσεων που δεν έχουν τα βαρίδια των τραπεζών, δηλαδή τις legacy τεχνολογικές υποδομές, πολύπλοκες εσωτερικές διαδικασίες και τα αυστηρά κανονιστικά πλαίσια, να πάρουν μερίδιο της αγοράς. Ωστόσο, αυτό που έχουμε δει μέχρι τώρα στην προσπάθεια τους, είναι να δαπανούν σημαντικά κεφάλαια, χωρίς ακόμα να έχουν πετύχει κερδοφορία. Επομένως, χρειάζεται να περιμένουμε τις εξελίξεις και να κατανοήσουμε ότι οι νέες αυτές επιχειρήσεις έχουν ανεβάσει ψηλά τον πήχη και επομένως θα πρέπει να βάλουμε πολύ επιπλέον προσπάθεια για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ, ότι η στροφή της στρατηγικής μας προς το cloud, διευκολύνει τη συνεργασία μας με fintech εταιρείες, με τις οποίες θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε με αμοιβαίο όφελος και για τις δύο πλευρές.

Δεν αναφέρθηκα στο θέμα της ασφάλειας, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να είναι τόσο δεδομένη για μια τράπεζα, όσο και για μια αεροπορική εταιρεία.

Ναι, ισχύει αυτό και επιπλέον είναι ένα πολύπλοκο θέμα που θα χρειάζονταν από μόνο του μια συνέντευξη. Σε γενικές γραμμές, η ασφάλεια και η προστασία που οι Τράπεζες μπορούν να παρέχουν στους πελάτες τους έναντι των απειλών του κυβερνοχώρου αποτελεί πλέον βασικό παράγοντα διαφοροποίησης και μπορεί να καταστεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.