Μελέτη της Accenture συστήνει άμεση επανεξέταση των σημερινών επιχειρηματικών μοντέλων και υιοθέτηση των καινοτόμων πρακτικών που ήδη εφαρμόζουν οι νεότεροι ψηφιακοί ανταγωνιστές τους, για να έχουν ελπίδες «επαναφοράς».

Οι μεγάλες ανατροπές στην καθημερινότητά μας δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο τον χώρο των τραπεζών. Οι neo-banks άλλαξαν με την εμφάνισή τους και την ψηφιακή λειτουργία τους για πάντα τους κανόνες του παιχνιδιού, αναγκάζοντας τους κραταιούς πλην παραδοσιακούς «παίκτες» είτε να προχωρήσουν σε συμμαχίες και συνέργειες, είτε να αλλάξουν στρατηγική και στόχους, πριν εξαναγκαστούν (εκ των πραγμάτων και των αποτελεσμάτων) σε παραίτηση από τη συνέχεια του αγώνα και εγκατάλειψη των σημερινών τους θέσεων.

Υπάρχει τρόπος να «γυρίσουν το παιχνίδι»; Πρόσφατη μελέτη της Accenture με τίτλο “The Future of Banking: It’s time for a change of perspective” δείχνει πως… ναι, υπάρχει και μάλιστα θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδά τους κατά περίπου 4% ετησίως (ποσοστό που θα τους έφερνε πρόσθετα έσοδα άνω του μισού τρισεκατομμυρίου δολαρίων ως το 2025), αν προχωρούσαν σε επανεξέταση των επιχειρηματικών τους μοντέλων και υιοθετούσαν τις καινοτόμες (μη-γραμμικές, βεβαίως) στρατηγικές των αποκλειστικά ψηφιακών τους αντιπάλων.

Σχολιάζοντας ειδικά την κατάσταση στη χώρα μας, ο Λάμπρος Τσόλκας, επικεφαλής του τομέα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών και αντιπρόεδρος της Accenture στην Ελλάδα, τονίζει πως «το χρονικό περιθώριο που είχαν οι τράπεζες να ανταποκριθούν -δεδομένου του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς και της χαμηλότερης προτεραιοποίησης στα πλάνα γεωγραφικής επέκτασης των διαφόρων ψηφιακών παρόχων- έχει παρέλθει και ήδη αρχίζουμε να βλέπουμε ένα νέο κύκλο ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι παραδοσιακές τράπεζες -εδώ, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο- οφείλουν να οραματιστούν εκ νέου πώς θα δημιουργούν και θα προσφέρουν πελατοκεντρικές τραπεζικές λύσεις, επανεξετάζοντας το επιχειρηματικό τους μοντέλο».

Με αφορμή τα ευρήματα και τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης, το Digital Finance μίλησε με τον Γιώργο Παλλιούδη, Financial Services Managing Director της Accenture στην Ελλάδα για την επόμενη ημέρα των τραπεζών στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, καθώς όλα δείχνουν πως δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να μείνουν στάσιμες.

Μπορούν οι παραδοσιακές διεθνείς τράπεζες να γίνουν σαν τις ψηφιακές από πλευράς αποτελεσματικότητας και σε ποιους τομείς θα πρέπει να αλλάξουν, κατά προτεραιότητα;

Είναι σαφές σήμερα ότι οι παραδοσιακές τράπεζες δεν θα πρέπει να έχουν απλά ως στόχο τη μετατροπή τους σε ψηφιακές εκδόσεις του ίδιου τους του εαυτού, τη μετάπτωση δηλαδή των υφιστάμενων προϊόντων και υπηρεσιών στα ψηφιακά τους κανάλια. Κάτι τέτοιο θα έδινε σημαντικά οφέλη στις τράπεζες, κυρίως σε επίπεδο εξοικονόμησης κόστους, χωρίς όμως να διασφαλίζει τη μακροχρόνια αύξηση των εσόδων τους. Αντιθέτως, αν οι παραδοσιακές τράπεζες αλλάξουν την προσέγγισή τους κι αρχίσουν να αξιολογούν διαρκώς νέα επιχειρηματικά μοντέλα με επίκεντρο την προϊοντική καινοτομία, τις συνεργασίες, τους νέους τρόπους και κανάλια πώλησης, τον εταιρικό τους σκοπό και -φυσικά- τη βιωσιμότητα, θεωρώ πως θα ανοίξουν νέους δρόμους ανάπτυξης για το μέλλον.

Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η στρατηγική δεν αφορά μόνο τις παραδοσιακές τράπεζες αλλά και πολλούς πλήρως ψηφιακούς παίκτες που ακολουθούν, όμως, παραδοσιακό γραμμικό τραπεζικό μοντέλο. (ΣΣ. η μελέτη έδειξε πως όσοι από αυτούς υιοθέτησαν μη-γραμμικά επιχειρηματικά μοντέλα πέτυχαν 76% ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης [CAGR] στα έσοδα τους, ενώ εκείνοι που μιμήθηκαν τα παραδοσιακά τραπεζικά μοντέλα μόλις 44% CAGR, στην ίδια περίοδο)

Ποια θα πρέπει να είναι η νέα στρατηγική των πρώτων, ώστε να ανταγωνιστούν τις δεύτερες;

Η πρόσφατη μελέτη μας προτείνει μια σειρά τρόπων με τους οποίους οι παραδοσιακές τράπεζες μπορούν να αξιοποιήσουν τα δυνατά τους σημεία προκειμένου να ενισχύσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, προτείνεται η υιοθέτηση ενός από τα ακολούθα μοντέλα ή συνδυασμού αυτών:

  • Αποκλειστική πώληση προϊόντων της τράπεζας με έλεγχο σε όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας, έχοντας ως βασικό μοχλό ανάπτυξης την απόκτηση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς, κυρίως μέσα από εξαγορές / συγχωνεύσεις.
  • Ανάπτυξη οικοσυστήματος που βασίζεται στα τραπεζικά κανάλια διανομής για τη διάθεση τραπεζικών και χρηματοοικονομικών προϊόντων από άλλες εταιρείες και δημιουργία ενός marketplace για τη διανομή μη τραπεζικών προϊόντων.
  • Παροχή τραπεζικών υπηρεσιών ή τεχνολογίας (banking as a service) σε άλλους οργανισμούς, με στόχο την επίτευξη μεγάλης κλίμακας.
  • Ανάπτυξη εντελώς νέων λύσεων για τους τελικούς πελάτες δημιουργώντας ή ομαδοποιώντας κατακερματισμένα προϊόντα και υπηρεσίες (τραπεζικά ή μη), που μπορούν να διανεμηθούν είτε από τραπεζικά είτε από άλλα δίκτυα.

Το μήνυμα για εμάς είναι σαφές: Οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν το μετασχηματισμό τους στη βάση, όμως, ενός νέου value proposition και με στόχο την ανάπτυξη συνεργασιών με το ευρύτερο οικοσύστημα.

Μπορούν οι ελληνικές τράπεζες να υιοθετήσουν μη-γραμμικά μοντέλα; Πόσο ξεφεύγει αυτό από την «παραδοσιακή» λογική τους;

Διεθνώς παρατηρούμε τη μείωση του μεριδίου των τραπεζών με μέρος των εσόδων να μετακυλίονται σε νεοεισερχόμενους παίκτες.

Όπως σωστά υπογραμμίζει ο Λάμπρος Τσόλκας, το χρονικό περιθώριο που είχαν οι τράπεζες για να ανταποκριθούν έχει παρέλθει και ταυτόχρονα παρατηρούμε άνθιση της εγχώριας αγοράς νεοφυών επιχειρήσεων (startups), με αρκετές από αυτές να αποκτούν γρήγορα σημαντική υπόσταση στους κλάδους δραστηριοποίησής τους.

Θεωρώ ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη κάνει τα πρώτα βήματα για την υιοθέτηση νέων επιχειρηματικών μοντέλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο χώρος των πληρωμών όπου βλέπουμε joint ventures τραπεζών με παρόχους πληρωμών, πρόσφατες ηχηρές εξαγορές κ.ά.. Βλέπουμε, επίσης, νέα προϊόντα όπως το Buy Now – Pay Later να κερδίζουν σταδιακά έδαφος ή πρωτοβουλίες των τραπεζών για να προσφέρουν καθετοποιημένες λύσεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες (π.χ. στον αγροτικό ή τον τουριστικό τομέα). Όσο κι αν ξεφεύγει από την κραταιά λογική, λοιπόν, βλέπουμε ότι τα ελληνικά τραπεζικά στελέχη αντιλαμβάνονται τη νέα πραγματικότητα κι εκτιμώ ότι θα οδηγήσουν σύντομα τις τράπεζες προς αυτήν την κατεύθυνση.

Στον χώρο της τεχνολογίας, βλέπουμε τελευταία ηχηρές εξαγορές νεοφυών επιχειρήσεων από μεγάλους διεθνείς παίκτες. Στον ελληνικό τραπεζικό χώρο, πόσο πιθανό είναι να δούμε κάτι ανάλογο, μεταξύ κατεστημένου και fintech;

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι τράπεζες έχουν πλέον πιο ξεκάθαρη οπτική σχετικά με το πότε να αναπτύξουν, πότε να αγοράσουν και πότε να συνεργαστούν.

Επίσης, όλες οι συστηματικές τράπεζες στην Ελλάδα έχουν προσπαθήσει διαχρονικά να υποστηρίξουν το οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων μέσα από οργανωμένες πρωτοβουλίες (innovation challenges / hackathons / accelerators). Δε, θα μου έκανε εντύπωση, λοιπόν, αν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια κάποια ελληνική τράπεζα εξαγόραζε ή επένδυε σημαντικά σε μία startup, για να επιταχύνει την υλοποίηση μιας καινούργιας ιδέας.

Πού θα είμαστε σε μια τριετία από σήμερα, σ’ ότι αφορά στο ελληνικό τραπεζικό τοπίο, ψηφιακό και μη; Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε μια πρόβλεψη;

Η ελληνική ψηφιακή οικονομία έχει ωριμάσει σημαντικά, ως απόρροια της πανδημίας. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο αυξήθηκαν τα τελευταία λίγα χρόνια οι ηλεκτρονικές αγορές και οι ψηφιακές συναλλαγές με το δημόσιο. Εκτιμώ ότι ο μετασχηματισμός των τραπεζών θα συνεχισθεί με ραγδαίους ρυθμούς και θα επεκταθεί πέρα από τα ψηφιακά κανάλια, εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο εξυπηρετείται συνολικά ο τραπεζικός πελάτης.

Επίσης, με τη μετάβαση στο cloud να γίνεται επιτακτικότερη, οι ελληνικές τράπεζες θα αρχίσουν να αξιοποιούν ουσιαστικά τον πλούτο δεδομένων που διαθέτουν (δικών τους και τρίτων) ώστε να προσφέρουν εξατομικευμένες λύσεις στους πελάτες τους.

Τέλος, σε επίπεδο ανταγωνισμού -και καθώς ως καταναλωτές γινόμαστε ολοένα πιο δεκτικοί στην ψηφιακή πραγματικότητα- εκτιμώ ότι κάποια μεγάλη εταιρεία Πληροφορικής ή fintech θα αποφασίσει να επενδύσει στην ελληνική αγορά, ταράζοντας την εγχώρια τραπεζική πραγματικότητα.