Ένας από τους μεγαλύτερους και πιθανόν πιο δυσεπίλυτους γρίφους για την ευρωπαϊκή οικονομία (και όχι μόνο, καθώς οι επιπτώσεις του επεκτείνονται σε πλήθος άλλους τομείς της καθημερινότητάς μας), είναι το εάν και κυρίως πότε η γηραιά ήπειρος θα αποκτήσει το δικό της ψηφιακό νόμισμα, το δικό της digital coin, digital Euro ή όπως αλλιώς ονομαστεί, τελικά.

Όσο τα κρυπτονομίσματα γίνονται μέρος της ζωής μας, όσο ασχολούμαστε περισσότερο με αυτά και εξοικειωνόμαστε μαζί τους, τόσο θα αυξάνουν και θα πληθαίνουν τα ερωτηματικά, σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις. Πολύ περισσότερο, όταν η εμφάνιση ολοένα και περισσότερων ιδιωτικών stable coins ως μέσων πληρωμών, δίπλα και παράλληλα με το κρυπτοχρήμα, αυξάνει τον κίνδυνο άναρχης εξάπλωσής τους ως αποθεματικών νομισμάτων και «φλερτάρει» με μεγάλες ανατροπές (δεν είναι τυχαίες οι εκκλήσεις των ειδημόνων στις ΗΠΑ για την υπαγωγή των πρώτων σε κάποιο ρυθμιστικό πλαίσιο), υπονομεύοντας τις «κρατικές» προσπάθειες για τη δημιουργία ψηφιακού εναλλακτικού χρήματος, ως συμπλήρωμα των παραδοσιακών fiat. Κατά την McKinsey, η αξία των stable coins (Tether και USDC, για παράδειγμα) που διακινήθηκαν μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2021, άγγιξε τα 3 τρις $.

Από την άλλη πλευρά, οι λόγοι προσχώρησης στον ψηφιακό κόσμο, είναι σαφείς: σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα CBDCs (Central Bank Digital Currencies) έχουν πολύ μικρότερο κόστος στις συναλλαγές τους σε σχέση με το φυσικό χρήμα, μπορούν να μειώσουν το χάσμα με τους μη-έχοντες τραπεζικό λογαριασμό αφού το ψηφιακό διακινείται με ασφάλεια μέσω του κινητού τους, μπορούν να συμβάλουν στη διαφάνεια στον χώρο με την παροχή κατάλληλων κινήτρων περιορίζοντας τις παράνομες δραστηριότητες και, τέλος, μπορούν να συμβάλουν στην ταχύτερη και καλύτερη υλοποίηση κάθε νομισματικής πολιτικής.

Εμείς, στην Ευρώπη, τι κάνουμε, λοιπόν; Όντως καθυστερούμε ή όχι; Η έρευνα που κάναμε, τις τελευταίες εβδομάδες, στη διεθνή βιβλιογραφία δεν δίνει σαφή εικόνα – περισσότερο «δηλώσεις προθέσεων» και προειδοποιήσεις καταγράψαμε εκ μέρους «αρμόδιων χειλέων», όπως η Christine Lagarde της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι αναλυτές της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) – περισσότερα θα διαβάσετε στη συνέχεια. Την ίδια ώρα, μεγάλες (βλέπε, Κίνα) και περιφερειακές (βλέπε Σιγκαπούρη) δυνάμεις, αλλά και πολύ μικρότερες χώρες (βλέπε, Γκάνα, Νιγηρία και Ελ Σαλβαντόρ) δρομολογούν ψηφιακά νομίσματα, ξεκινώντας κάθε μια με τους δικούς της στόχους και τα δικά της κίνητρα. Παράλληλα με την έρευνα, ζητήσαμε και τη γνώμη μιας ιδιαίτερα έμπειρης οικονομολόγου, της Μαρίνας Νιφόρου, καθηγήτριας στο πολύ γνωστό HEC Business School του Παρισιού και παρατηρητή στο EU Blockchain Observatory, με σημαντική συμβολή στις τρέχουσες εξελίξεις, καθώς είναι μια από τους 24 experts τους οποίους κάλεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταθέσουν απόψεις σ’ αυτό το μείζον θέμα, ώστε σταδιακά (και μέσα από πρωτοβουλίες, υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, όπως γίνεται πάντα στα ευρωπαϊκά θέματα κοινής αποδοχής) να διαμορφωθεί η στρατηγική για το κοινό ψηφιακό μας νόμισμα.

Το διετές πείραμα της ΕΚΤ
Η Christine Lagarde μίλησε στις αρχές Σεπτέμβρη με τον Klaus Schwab, τον ιδρυτή του Οικονομικού Forum του Νταβός, για λογαριασμό αμερικανικού περιοδικού, πάνω σε ευρεία γκάμα θεμάτων, από τα οποία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το ψηφιακό Euro.

Σχετικά με αυτό και τις προοπτικές του, δήλωσε τότε πως «στην ΕΚΤ πιστεύουμε ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι, με την κατάλληλη τεχνολογία διαθέσιμη, για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των πελατών μας. Αν αυτοί προτιμούν να χρησιμοποιούν ψηφιακό χρήμα, αντί για μετρητά, θα πρέπει να τους το διαθέσουμε, αφού προηγουμένως βεβαιωθούμε ότι πρόκειται για μια λύση ευρωπαϊκή, ασφαλή, φιλική προς τον χρήστη, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πληρωμών με λογικούς όρους και, επίσης, δεν υπονομεύει όλο το τραπεζικό μας σύστημα, το οποίο θα πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτή την πρόταση».

Για να προσθέσει ότι «αυτός είναι ο λόγος που αποφασίσαμε (ΣΣ. τον περασμένο Ιούλιο) να προχωρήσουμε σε ένα διετές πείραμα, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι πράγματι μπορούμε να ανταποκριθούμε σ’ αυτά τα ζητούμενα: διαθεσιμότητα, ανάλογη των μετρητών που είναι σήμερα και θα συνεχίσουν να είναι διαθέσιμα όσο τα προτιμούν οι καταναλωτές, φυσική και ψηφιακή ασφάλεια, φιλικότητα προς τον χρήστη, προσιτό κόστος και πραγματοποίηση συναλλαγών με τρόπο ο οποίος θα είναι αναγνωρίσιμος και αποδεκτός όχι μόνο στη ζώνη του Euro, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο».

Πριν από αυτές τις δηλώσεις, είχαν προηγηθεί διαβεβαιώσεις της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις οποίες το ψηφιακό Euro δεν θα αντικαταστήσει τα μετρητά, αλλά αντίθετα θα δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες των 19 χωρών-μελών του Ευρωσυστήματος να αξιοποιήσουν έναν εναλλακτικό, ασφαλή και ρυθμιζόμενο τρόπο χρήσης του «παραδοσιακού» Euro. Το πρόβλημα είναι πως κάποιες από αυτές τις χώρες έχουν ήδη (με δεδομένες τις καθυστερήσεις στη διαμόρφωση κοινής πολιτικής) εκπονήσει σχέδια για μετάβαση στο δικό τους ψηφιακό νόμισμα (ανάμεσά τους η Γαλλία, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Ισπανία) ενώ κάποιες άλλες (όπως η Γερμανία και η Ιταλία) στηρίζουν την κοινή πρωτοβουλία.

Το «καμπανάκι» της BIS
Αναλυτές της BIS επεσήμαναν σε έκθεσή τους, μόλις τον περασμένο μήνα, ότι η άνοδος των stable coins προκλήθηκε από την αδυναμία να δοθεί κάποια βιώσιμη λύση σε θέματα οικονομικής συμπερίληψης, αλλά και στα προβλήματα των διασυνοριακών πληρωμών στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Σημειώνουν, όμως, πως τέτοιες επιλογές δεν αποτελούν πανάκεια – μπορεί πρόσκαιρα να δώσουν λύση σε κάποια προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα φέρνουν μαζί τους πολλές προκλήσεις σε θέματα μακρο-οικονομίας, ανάπτυξης και διασυνοριακών συναλλαγών τις οποίες αυτές οι χώρες θα συναντήσουν στην πορεία, αφού οι επιλογές τους δεν έχουν δοκιμαστεί διεξοδικά στην πράξη. Κάποιες άλλες χώρες, όμως, στρέφονται στη δημιουργία των δικών τους ψηφιακών νομισμάτων, τουλάχιστον ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά.

Οι αναλυτές της BIS υπογραμμίζουν στη μελέτη τους ότι η διάκριση μεταξύ του token-based και του account-based χρήματος έχει λιγότερη σημασία από τη διάκριση μεταξύ του χρήματος που ελέγχεται από μια Κεντρική και μια μη-Κεντρική Τράπεζα. Θεωρούν δε ότι οι καινοτομίες, που κάποιες ιδιαίτερα ικανές fintech ενσωματώνουν σε υπάρχουσες χρηματοοικονομικές δομές, μπορούν να δώσουν λύσεις στα περισσότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες, όπως πχ. τα θέματα ταυτοποίησης, το ηλεκτρονικό χρήμα και το mobile banking.

Πρέπει να πάρεις συγκεκριμένη θέση
Η Μαρίνα Νιφόρου υποστηρίζει, από την πλευρά της, πως σε μείζονα θέματα, όπως τα CBDCs, πρέπει να πάρεις συγκεκριμένη θέση, έστω κι αν χρειαστεί «να σπάσεις αυγά». Να τι δήλωσε, μιλώντας πρόσφατα στο Digital Finance:

«Τα μεγάλα ερωτήματα είναι δυο: 1. Το τραπεζικό μας σύστημα είναι σήμερα έτοιμο για μια τέτοια πρωτοβουλία, για τέτοιου είδους μετάβαση 2. Έχουμε τον χρόνο να πράξουμε κάτι διαφορετικό; Βέβαια, άλλα jurisdictions (δικαιοδοσίες, από γεωπολιτική άποψη) ήδη μπαίνουν πολύ δυναμικά με τα δικά τους ψηφιακά νομίσματα, οπότε μπορεί να μην έχουμε κι άλλες επιλογές… Αυτή μάλλον είναι η μη-επίσημη θέση της Κεντρικής Τράπεζας.

Προχωρούν κάποιοι με πολύ συγκροτημένη στρατηγική επ’ αυτού του θέματος, την οποία εξασκούν στο πεδίο, όπως και άλλοι οι οποίοι δεν έχουν την ίδια επιθετικότητα, όπως πχ. η Σιγκαπούρη, που κάνει διάφορα tests με πολλή hands-on και go-to-market προσέγγιση…

Υπάρχουν jurisdictions που έχουν κάποιο παγκόσμιο σχέδιο κι άλλα που απλώς το κάνουν για τη δική τους επιβίωση, όμως προχωρούν γρήγορα. Το ερώτημα είναι, μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει ανταγωνιστική, αν πίσω από το Euro δεν υπάρχει ένα εφάμιλλο ψηφιακό νόμισμα;

Μετά, βέβαια, μπαίνεις στα θέματα της εκτέλεσης: ποιες υποδομές θα διαλέξεις; Blockchain; Κάτι άλλο; Υπάρχουν 2-3 επιλογές και το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι θέτονται πολύ σημαντικά οργανικά θέματα. Μαζί με τα digital currencies μπαίνουν και θέματα χρηματοοικονομικής φύσεως, τεχνικά, για παράδειγμα, ποιος είναι ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος; θα διαφοροποιηθεί; δεν θα διαφοροποιηθεί; θα διατηρήσει όλες τις αρμοδιότητες που είχε στο παρελθόν ή μόνο ορισμένες, πχ. τη «χονδρική». Ποιος θα είναι ο ρόλος του; Ποιος θα αναλάβει πλέον τα ηνία και πού θα σταματήσει αυτό; Είναι αρκετά σθεναρό το ευρωπαϊκό σύστημα για να ανταπεξέλθει; γιατί έχει ήδη δεχθεί αρκετά χτυπήματα και, μετά τη Βασιλεία, έχει πολύ μεγαλύτερη ρύθμιση απ’ ό,τι οι άλλοι… Έχει γίνει lean;

Για να κοιτάξουμε και την πλευρά του banking –καθώς αυτό είναι σήμερα το κύριο χρηματοδοτικό όργανο που έχει η Ευρώπη– αν φάει κι άλλο χτύπημα, θα μείνουμε χωρίς plumbing, θα υπάρξει πρόβλημα! Βλέποντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες τράπεζες (έχοντας κάνει ορισμένα σεμινάρια με ελληνικές τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις, όπου μιλάμε για ψηφιακό μετασχηματισμό, fintech και πώς να σκέφτεσαι σαν αυτές) μπορώ να πω ότι είμαστε πολύ μακριά και δεν σκέφτονται οργανικά, τι σημαίνει εσωτερικά αν γίνουν αυτά – για να μην μιλήσω για τις ελλείψεις σε θέματα δεξιοτήτων, όσον αφορά στο προσωπικό και τις δυνατότητες των στελεχών τους. Μιλάω γενικά, ούτε τα άλλα jurisdictions είναι ακριβώς έτοιμα για να κάνουν αυτά τα άλματα, αλλά η Ελλάδα έχει μεγαλύτερο πρόβλημα!

Η Lagarde έχει πάρει κάποιες πρωτοβουλίες, αλλά δεν έχει πάρει συγκεκριμένη θέση – το θεωρεί ένα σημαντικό project, το οποίο πρέπει να αναλάβει η Ευρώπη… Ανακοίνωσαν ανοιχτό διάλογο με την Επιτροπή, αλλά από τότε δεν έχει βγει κάτι περισσότερο – για παράδειγμα, ανέλαβε κάποια Γενική Διεύθυνση να κάνει μια ανοικτή δημόσια διαβούλευση, να πάρουν κάποια σχόλια; δεν έχω δει κάτι συγκεκριμένο, για το πώς θα προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα. Η Επιτροπή προσπαθεί να συντονίσει τα πάντα, να συμβιβάσει πολλές διαφορετικές απόψεις, χωρίς τελικά να γίνεται κάτι…

Την ίδια ώρα, Κίνα, Νιγηρία, Γκάνα, Σαλβαντόρ κ.ά. προχωρούν για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά κίνητρα κάθε μια, αλλά κάνουν αυτό το βήμα. Για παράδειγμα, Κίνα και Σιγκαπούρη διαφέρουν – η δεύτερη ψάχνει έναν μηχανισμό για τη δική της οικονομία, επειδή «ζει στη σκιά των μεγάλων ελεφάντων». Η Κίνα έχει άλλη οπτική γωνία, το διαχειρίζεται αλλιώς. Εμείς, στην Ευρώπη, ακόμα σκεφτόμαστε τι να κάνουμε…»

Η NEXI, τα TIPS και οι επιφυλάξεις
Μπορεί ακόμα να σκεφτόμαστε τι πρέπει να κάνουμε στην Ευρώπη, αλλά αυτές οι σκέψεις -απ’ ό,τι φαίνεται- περνούν μέσα από το φίλτρο της NEXI. Η εξ Ιταλίας ορμώμενη κορυφαία ευρωπαϊκή εταιρία πληρωμών συνεργάζεται -κατά τηλεοπτική δήλωση του CEO της, Paolo Bertoluzzo, στα τέλη Σεπτεμβρίου- με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πάνω στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού CBDC. Δικαιολογώντας αυτή την επιλογή, ο κ. Bertoluzzo υπογράμμισε ότι «πρόκειται για μια νέα μορφή μετρητών, κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος της συνεργασίας μας με την ΕΚΤ». Η εταιρία του έχει μερίδιο της τάξεως του 70% στην ιταλική αγορά πληρωμών και αρκετές εξωστρεφείς δραστηριότητες, στις οποίες συγκαταλέγεται και η συμφωνία με τη δική μας Alpha Bank.

Αρκετούς μήνες νωρίτερα, πάντως, στα τέλη Ιανουαρίου, ο διοικητής της Banca d’ Italia και από τους κύριους διαμορφωτές της πολιτικής της ΕΚΤ, Ignazio Visco, είχε δηλώσει πως «αν και όταν παρουσιαστεί το ψηφιακό Euro, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την υποδομή και τη λειτουργικότητα του TIPS (Target Instant Payments Settlement – δείτε περισσότερα γι’ αυτό το θέμα, στο προηγούμενο τεύχος του Digital Finance), η οποία ήδη προσφέρει μεταβιβάσεις ποσών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και σε πραγματικό χρόνο. Τότε, μάλιστα, είχε αποκαλύψει πως γίνονταν οι ανάλογες τεχνικές δοκιμές. Όμως, άλλες πηγές της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας διέρρευσαν ότι περισσότερο ψάχνουν για συνέργειες μεταξύ του TIPS και της τεχνολογίας DLT (Distributed Ledger Technology) – αποκεντρωμένου ψηφιακού συστήματος, το οποίο καταγράφει τις συναλλαγές σε διάφορες τοποθεσίες σε πραγματικό χρόνο, όπως το blockchain.

Πάντως, το γεγονός ότι ξεκίνησαν από τον περασμένο μήνα τα «πειράματα», καθόλου δεν σημαίνει ότι η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού ψηφιακού χρήματος είναι «τελειωμένη υπόθεση». Μιλώντας μόλις πριν από μερικές εβδομάδες, στο πλαίσιο σχετικού συνεδρίου, ο Jürgen Schaaf, ένας εκ των συμβούλων της διοίκησης της ΕΚΤ, υπογράμμισε ότι η τελική απόφαση θα εξαρτηθεί από τα συμπεράσματα τα οποία θα εξαχθούν κατά τη διετή περίοδο, κυρίως από το «εάν τα πλεονεκτήματα θα υπερισχύσουν των μειονεκτημάτων»… Κι ας ομολογούσε η Cristine Lagarde, πέρυσι, ότι η Ευρώπη έχει μείνει πίσω, σε σχέση με άλλες χώρες. «Δεν είμαστε κι οι τελευταίοι», διαμαρτυρήθηκε ο κ. Schaaf, καθώς “δεν έχει λογική να συγκρίνουμε ολόκληρη ΕΚΤ με την Κεντρική Τράπεζα στις Μπαχάμες, που έθεσε από πέρυσι σε κυκλοφορία το ψηφιακό Sand Dollar, ούτε με το Ελ Σαλβαντόρ, που κυκλοφόρησε με συνοπτικές διαδικασίες, τον Ιούνιο, το δικό του επίσημο ψηφιακό νόμισμα. Αυτό που θα κυκλοφορήσουμε εμείς, θα πρέπει να είναι στέρεο και ασφαλές – δεν παίζεις με την παροχή του χρήματος, γιατί μπορείς να προκαλέσεις μεγάλες ανατροπές στο σύστημα και την κοινωνία…»

Τα κριτήρια για την ψηφιακή μετάβαση
Ο Γερμανός οικονομολόγος θεωρεί ότι τα βασικά κριτήρια (και ταυτόχρονα οι αφορμές) για την έγκαιρη μετάβαση στο ψηφιακό νόμισμα είναι η ψηφιοποίηση των πληρωμών και άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η ολοένα μικρότερη χρήση μετρητών (καταλυτικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε, προφανώς, η πανδημία), καθώς και ο κίνδυνος να κερδίσουν πόντους στις αγορές άλλοι διεθνείς «παίκτες» που θα εμφανίσουν νωρίτερα δημοφιλή και επιτυχημένα ψηφιακά νομίσματα. Μια τέτοια εξέλιξη, ομολογεί ότι θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της ζώνης του Euro, χωρίς να αποκλείεται ακόμα και μαζική φυγή, ειδικά των εταιριών υψηλής τεχνολογίας, των οποίων ο ρόλος είναι κρίσιμος για την ομαλότητα στην Ευρώπη.

Προφανώς, ανάλογα κριτήρια (αλλά και σκοπιμότητες, που δεν λέγονται ούτε γράφονται, αλλά εννοούνται) ώθησαν το Πεκίνο στη δημιουργία του ψηφιακού γουάν, τον περασμένο Αύγουστο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε αρχικά στις τοπικές προθεσμιακές αγορές, έπειτα από πολλές δοκιμές. Και δεν είναι το μόνο: σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Atlantic Council, του γνωστού αμερικανικού think tank στον χώρο των διεθνών σχέσεων, 87 χώρες (που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ) ενδιαφέρονται σήμερα για τη δημιουργία CBDCs, σε σύγκριση με μόλις 35 πριν από 18 μήνες, τον Μάιο του 2020. Εκτός από τις επτά χώρες, στις οποίες ήδη κυκλοφορεί επίσημο ψηφιακό χρήμα, σε άλλες 17 πραγματοποιούνται πιλότοι, ενώ δεν λείπουν και κάποιες διασυνοριακές δοκιμές, όπως αυτή μεταξύ Νότιας Αφρικής, Μαλαισίας, Σιγκαπούρης και Αυστραλίας, καθώς όλοι κατανοούν πως ένα από τα μεγαλύτερα μελλοντικά προβλήματα θα είναι το χάος, που μοιραία θα παρουσιαστεί λόγω έλλειψης διαλειτουργικότητας στις συναλλαγές, αν δεν υπάρχουν κοινές προδιαγραφές.

Πάντως, αν εστιάσουμε μονάχα στις σημαντικές Κεντρικές Τράπεζες του δυτικού κόσμου (το αμερικανικό Federal Reserve, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ιαπωνίας και την Τράπεζα της Αγγλίας), τα στοιχεία του Atlantic Council δείχνουν ότι λιγότερο προετοιμασμένο γι’ αυτή τη μετάβαση (ακόμα και από τους Ευρωπαίους) είναι το Fed. The Bells of (Digital) Freedom μάλλον πρέπει να ηχήσουν στην Ουάσιγκτον…

Εν ολίγοις
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να πάρει γρήγορα τις αποφάσεις της, για την έγκαιρη δημιουργία του δικού μας, κοινού ψηφιακού νομίσματος, το οποίο θα λειτουργήσει συμπληρωματικά ως προς το φυσικό χρήμα και θα δώσει εφικτές λύσεις στα σημεία όπου αυτό υστερεί. Η διετής περίοδος «πειραματισμού», που εξαγγέλθηκε, ίσως μας στοιχίσει ακριβά στον αδιάκοπο αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση επιρροής στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.