Όταν οι καταστάσεις πιέζουν, ακόμα και οι πιο συντηρητικοί συνειδητοποιούν ότι η αξιοποίηση τεχνολογιών που μειώνουν το λειτουργικό κόστος είναι μονόδρομος. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει ήδη τη μετάβαση στο cloud και πλέον το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα θα μεταφέρουν εκεί ακόμα και τις κρίσιμες υποδομές τους.

Αν σκεφτούμε ότι μόλις πριν από μερικές δεκαετίες, η τυπική εικόνα μιας τράπεζας συνέχιζε να είναι παρόμοια με αυτήν που βλέπαμε σε ταινίες γουέστερν, το να συζητάμε σήμερα για άϋλο χρήμα, το οποίο μάλιστα αποθηκεύεται και διακινείται σε υποδομές που δεν είναι ιδιοκτησία της τράπεζας, είναι σαν να έχουμε κάνει ένα χωροχρονικό άλμα μέσα από μια σκουληκότρυπα.
Συνεχίζουμε βέβαια να διαβάζουμε στις ειδήσεις για περιστατικά κλοπών δεκάδων χιλιάδων ευρώ από πατάρια και κάτω από στρώματα, γεγονός που δείχνει ότι μια ομάδα ανθρώπων δεν είναι ακόμα έτοιμη να δείξει εμπιστοσύνη στις αλλαγές. Ενώ όμως ένα μεγάλο ποσοστό των συναλλαγών συνεχίζει να γίνεται με μετρητά, μικρό ποσοστό των μετρητών είναι αποθηκευμένα στα οικιακά θησαυροφυλάκια. Συνήθως, οι ιδιώτες που προτιμούν να κάνουν συναλλαγές με μετρητά, χρησιμοποιούν τα ATMs των τραπεζών για να έχουν 24ωρη πρόσβαση στα αποθέματά τους. Μεταξύ των τομέων που η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά, ήταν και η χρήση μετρητών. Το μέγεθος των συναλλαγών με μετρητά εκτινάχθηκε σε ύψη που είχαμε να δούμε από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στα 2,07 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το πως οι τράπεζες διαχειρίστηκαν αυτό το πισωγύρισμα στη διαδρομή προς τη ψηφιακή οικονομία, αν και δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου, θα είχε ενδιαφέρον να το διαβάσουμε σε μελέτες που λογικά θα αρχίσουν να δημοσιεύονται προς το τέλος αυτής της χρονιάς.

Οι τράπεζες θα υλοποιήσουν τη στρατηγική τους ανεξαρτήτως πανδημίας
Κάθε χρονιά που περνά, οι τράπεζες παγκοσμίως κλείνουν καταστήματά τους ή τα μετατρέπουν σε υβριδικά, ώστε να μειώσουν το λειτουργικό κόστος, περιορίζοντας το ανθρώπινο δυναμικό τους. Ακόμα και τα ATMs που θεωρητικά αποτελούν κομμάτια του παζλ της ψηφιακής οικονομίας, έχουν γίνει ανεπιθύμητα για τις τράπεζες, καθώς το κόστος λειτουργίας τους είναι υψηλό. Επομένως, το στίγμα που δίνουν σε αυτήν τη φάση οι τράπεζες δείχνει ότι η πορεία τους προς το ψηφιακό μετασχηματισμό είναι σταθερή, ανεξαρτήτως εμποδίων, όπως οι αντιρρήσεις κάποιων ομάδων πελατών τους. Εταιρείες συμβούλων προβλέπουν ότι οι τράπεζες το 2030 θα έχουν εντελώς διαφορετική εικόνα από τη σημερινή. Στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας, το cloud computing αναμένεται να έχει καθοριστικό ρόλο. Ίσως, να είναι μια από τις λίγες φορές που οι προβλέψεις των συμβουλευτικών εταιρειών θα αποδειχτούν απαισιόδοξες και να δούμε σημαντικές αλλαγές αρκετά νωρίτερα, δεδομένου ότι οι καταστάσεις πιέζουν. Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, Group CIO της Τράπεζας Πειραιώς, την ερχόμενη πενταετία ποσοστό κοντά στο 70% των λειτουργιών της τράπεζας θα υποστηρίζεται από public cloud υποδομές.
Οι κορυφαίοι πάροχοι υπηρεσιών cloud επενδύουν δισεκατομμύρια σε υποδομές, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των πελατών τους σε αξιοπιστία, διαθέσιμους πόρους και συμμόρφωση με τα ρυθμιστικά πλαίσια. Είναι ενδιαφέρον ότι μετά από χρόνια που οι CIOs και οι διοικήσεις των τραπεζών έβλεπαν το cloud ως μια οικονομικότερη και πιο ελαστική εναλλακτική, πλέον αναζητούν μέσω του cloud ευκαιρίες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα έσοδά τους.
Η νέα αυτή οπτική δεν προέκυψε τόσο από ένα όραμα προς την Τράπεζα 2.0, αλλά από την έντονη πίεση που έχει ασκήσει τα τελευταία χρόνια η ενδυνάμωση των challenger banks, η οποία βασίστηκε σε μια άνευ προηγουμένου ροή κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές.
Σύμφωνα με την KPMG, το 2020, επενδύθηκαν σε fintech 105 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ την περασμένη χρονιά είχαν επενδυθεί 165 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν συνεχίζαμε να κοιτάμε προς τα πίσω θα βλέπαμε αθροιστικά το μέγεθος των επενδύσεων να πλησιάζει ή και να ξεπερνάει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι προτιμήσεις των ιδιωτικών κεφαλαίων έχουν δημιουργήσει απορίες στους τραπεζίτες, οι οποίοι βλέπουν να “καίγονται” ετησίως δισεκατομμύρια δολάρια χωρίς να είναι ορατό στο άμεσο μέλλον το ενδεχόμενο της κερδοφορίας.
Και δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά κεφάλαια που βάζουν πλάτη για την ανάπτυξη των challenger banks, αλλά και οι ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες δείχνουν λιγότερη αυστηρότητα σε επιχειρηματικές δράσεις που επανειλημμένα έχουν αποδειχτεί αμφιβόλου ποιότητας. Αυτό που συμβαίνει μοιάζει σαν μια μερίδα της αγοράς να ξύπνησε εκνευρισμένη με τις τράπεζες ένα πρωί και να θέλει τις τιμωρήσει για τη συμπεριφορά τους στο παρελθόν.
Ίσως πάλι να είναι μια τάση των καιρών που κάποια στιγμή είτε θα καταλαγιάσει με ήπιο τρόπο ή θα εκραγεί σαν σουπερνόβα. Λίγοι μπορούν να γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση ωθεί τις τράπεζες σε μια αναγκαστική κούρσα εξέλιξης. Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, “Χρειάζεται να περιμένουμε τις εξελίξεις και να κατανοήσουμε ότι οι νέες αυτές επιχειρήσεις έχουν ανεβάσει ψηλά τον πήχη. Επομένως, θα πρέπει να βάλουμε πολύ επιπλέον προσπάθεια για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί. ”
Και συμπληρώνει ο ίδιος, “η στροφή της στρατηγικής μας προς το cloud, διευκολύνει τη συνεργασία μας με fintech εταιρείες, με τις οποίες θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε με αμοιβαίο όφελος και για τις δύο πλευρές.”

Η στροφή προς το cloud έχει ξεκινήσει χρόνια πριν
Οι τράπεζες δεν ανακάλυψαν τις υπηρεσίες του cloud χθες. Σε ρεπορτάζ στο περιοδικό Netweek πριν μια πενταετία, ο διευθυντής πληροφορικής της Alpha Bank, μας είχε πει ότι το cloud storage, ήταν μια επιλογή για τα backup των αρχείων του Exchange server που χρησιμοποιούσε τότε η τράπεζα σε δικές της υποδομές. Η ευκολία που προσφέρει η ελαστικότητα των υπηρεσιών cloud, είναι πλέον αποδεδειγμένα ωφέλιμη στην ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών. Ο Μανώλης Συλλιγνάκης, Head of Analytics Center of Excellence στην Εθνική Τράπεζα, μας λέει ότι
“Η πρόταση του IT τμήματος της τράπεζας να γίνει υλοποίηση των data analytics εφαρμογών σε περιβάλλον cloud, έχει λύσει τα χέρια του τμήματός κάθε φορά που απαιτούνται επιπλέον πόροι.” Όπως συμπληρώνει ο ίδιος, “Όταν στο παρελθόν χρειαζόμασταν μια επέκταση μνήμης στις on premise υποδομές, έπρεπε να καταθέσουμε ένα αίτημα, το οποίο χρειάζονταν αρκετό χρόνο για να εγκριθεί. Τώρα, απλά ζητάμε από τον πάροχο να μας διαθέσει περισσότερη μνήμη ή αποθηκευτικό χώρο και αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται πολύ γρήγορα.”
Είναι η λύση αυτή και η πιο οικονομική; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί με βεβαιότητα. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις λάμβαναν φουσκωμένους λογαριασμούς, επειδή η ευκολία πρόσβασης στους πόρους του cloud είχε σαν αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση. Έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα πάνω στο θέμα της διαχείρισης των πόρων του cloud. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο σε multi-cloud περιβάλλοντα, δεδομένου ότι ο κάθε πάροχος έχει δικό του τρόπο τιμολόγησης και συχνά, οι οργανισμοί ζητούν υπηρεσίες που χρειάζονται για κάποιο διάστημα, αλλά στη συνέχεια μένουν αναξιοποίητες. Τα ξεχασμένα virtual machines είναι μια από τις συνηθέστερες περιπτώσεις κατανάλωσης πόρων και χρήματος. Δεδομένου ότι αρκετές επενδύσεις στο cloud είναι ακόμα φρέσκες, δεν υπάρχουν βέβαια στοιχεία ότι το ¨ευκολότερο” είναι και οικονομικότερο.
Όπως μας λέει ο Χάρης Μαργαρίτης, “Κάθε φορά , πριν περάσουμε μια σημαντική λειτουργία σε αρχιτεκτονική cloud, προηγείται μια μελέτη, η οποία στο βαθμό που είναι εφικτό μας δίνει την εικόνα του οικονομικού οφέλους.” Βέβαια, όπως μας λέει ο Μανώλης Συλλιγκνάκης “η σύγκριση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή με την προηγούμενη κατάσταση σε on premise υποδομές, όχι μόνο σχετικά με το οικονομικό όφελος, αλλά και τις επιδόσεις.”
Είναι συχνό φαινόμενο, οι οργανισμοί να παραμελούν μετρήσεις που αφορούν τις επιδόσεις των συστημάτων τους και να επενδύουν σε αναβαθμίσεις είτε για προφανείς λόγους, όπως για παράδειγμα όταν γεμίζει ο αποθηκευτικός χώρος, είτε γιατί κάτι καινούργιο και “γρηγορότερο” εμφανίστηκε. Ένα απλό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας είναι η χρήση των desktops και laptops, τα οποία γεμίζουν με “σκουπίδια” που δημιουργούν τα Windows και γίνονται αργά. Η πρώτη λύση που βρίσκουμε είναι να τα αντικαταστήσουμε με ισχυρότερα, ενώ υπάρχουν λύσεις στο πρόβλημα που ξεφεύγουν από τη νοοτροπία της κατανάλωσης.
Ωστόσο, οι πιεστικοί ρυθμοί της καθημερινότητας του ανταγωνισμού, δεν αφήνουν πολύ χρόνο για ωρίμανση των νέων τεχνολογιών. Αν ένα σημαντικό ποσοστό των ανταγωνιστών ενός επιχειρηματικού τομέα εφαρμόσει μια νέα τεχνολογία, αργά η γρήγορα αυτή θα υιοθετηθεί από την πλειονότητα. Διαφορετικά, αν τελικά η τεχνολογία δεν αποδειχτεί άχρηστη, όσοι αργήσουν πολύ ή δεν την αξιοποιήσουν καθόλου, θα χάσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.