Πόσα πράγματα ελέγχουμε συνήθως ότι έχουμε πάρει μαζί μας βγαίνοντας από το σπίτι, ακόμα και για μια επίσκεψη στο κοντινό περίπτερο; Πορτοφόλι, κινητό και κλειδιά. Σωστά;
Λιγότερο από τρεις δεκαετίες πριν, οι κάτοικοι της Γης που είχαν πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες, αποθήκευαν το πλεόνασμα της εργασίας τους σε τραπεζικά θησαυροφυλάκια. Όταν χρειάζονταν χρήματα για τις συναλλαγές τους, έκαναν ανάληψη ή υπέγραφαν σε ένα χαρτί που έδινε σε κάποιον άλλο το δικαίωμα να κάνει ανάληψη. Και έτσι η Γη συνέχιζε να γυρνά. Η ψηφιοποίηση του χρήματος, αν και είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, δεν είχε αγγίξει ακόμα τις συνήθειες των περισσότερων, οι οποίοι ζούσαν στο σύμπαν της οικονομίας, όπως σήμερα ζουν κάποιες ελάχιστες φυλές ιθαγενών σε απομακρυσμένα μέρη του πλανήτη.
Όμως, οι περιστάσεις άλλαξαν αυτόν τον τρόπο ζωής και με αρχή την εμφάνιση των πλαστικών καρτών, οι άνθρωποι διαπίστωσαν ότι χρειάζονταν μικρότερα πορτοφόλια, τα οποία όσο περνούσε ο καιρός ήταν όλο και πιο άδεια στις θέσεις που είχαν φτιαχτεί για να αποθηκεύουν χάρτινα και μεταλλικά νομίσματα. Στην Ελλάδα, τα πορτοφόλια απέκτησαν αυτήν την μινιμαλ εικόνα, κυρίως από την οικονομική κρίση του 2008 και έπειτα, όταν η διακίνηση χρήματος μέσω πλαστικών καρτών και Internet έγινε πιο αποδεκτή, είτε λόγω ευκολίας, είτε λόγω υποχρέωσης. Ήταν φυσικό επόμενο, τα πράγματα να γίνουν ακόμα πιο μινιμαλ στη συνέχεια, καθώς η πληροφορία, δηλαδή η ψηφιακή μορφή των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, έχει το μέγεθος ατομικών σωματιδίων. Οπότε, ένα πορτοφόλι μοιάζει στα μάτια της πληροφορίας, όπως στα δικά μας μάτια ο γαλαξίας που μας περιβάλλει.
Κάπως έτσι και με τη βοήθεια της τεχνολογίας που συνηγορούσε ώστε να πράγματα να μικραίνουν, οι πλαστικές κάρτες άρχισαν να φαίνονται υπερβολικά ογκώδεις, σε σχέση με μια εφαρμογή που ήταν εγκατεστημένη στη φορητή μας συσκευή ή έναν υπολογιστή που φοράμε, όπως παλιά φορούσαμε ένα ρολόι. Ήδη κάποιοι λίγοι έχουν εμφυτεύσει αυτόν τον υπολογιστή κάτω από το δέρμα τους.
Η ανάγνωση των πιο πρόσφατων μελετών, ακόμα και σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα που μέχρι και μια δεκαετία πριν ζούσε ως άγρια φυλή στον Οικονομικό Αμαζόνιο, δείχνουν ότι η χρήση του ψηφιακού χρήματος, το οποίο αποθηκεύεται σε διάφορων μορφών ψηφιακά πορτοφόλια, μοιάζει με μια πορεία διαρκώς ανοδική που τίποτα πλέον δεν μπορεί να την σταματήσει.
Το γεγονός δεν έχει περάσει απαρατήρητο από τους εκατοντάδες οικονομικούς οργανισμούς που δημιουργούν ή εμπορεύονται ψηφιακά πορτοφόλια. Στόχος τους είναι να δελεάσουν τα δισεκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη, μεταξύ των οποίων τα κάτι παραπάνω από 10 εκατομμύρια κατοίκων της χώρας μας, ώστε να προτιμήσουν το δικό τους πορτοφόλι για να αποθηκεύουν τα ψηφιακά χρήματά τους. Αν πριν 30 χρόνια είχαμε στην Ελλάδα δέκα επιλογές τραπεζικών θησαυροφυλακίων, τώρα έχουμε μερικές δεκάδες. Στην αγορά έχουν εισέλθει πολλοί οργανισμοί που δεν θα μπορούσαμε με βάση τα ρυθμιστικά πλαίσια να ονομάσουμε “Τράπεζα”, αλλά αυτό δε φαίνεται να τους εμποδίζει να ανταγωνίζονται τις τράπεζες και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις να τις υπερσκελίζουν.
Μια μεγάλη επιτυχία αυτών των οργανισμών, είναι ότι κατάφεραν να κάνουν πελάτες, εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Κέρδισαν δηλαδή την εμπιστοσύνη των κατοίκων του πλανήτη σε υποπολλαπλάσιο χρόνο σε σχέση με αυτόν που χρειάστηκαν οι τράπεζες.
Τα ψηφιακά πορτοφόλια δεν αποθηκεύουν μόνο FIAT
Ένα παλιό αστείο έλεγε “τι να τα κάνεις τα λεφτά άμα δεν έχεις μία;”. Στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, η φράση αποκτά κυριολεκτική έννοια, καθώς πολλοί μπερδεύουν το άμεσα διαθέσιμο χρήμα με τα περιουσιακά στοιχεία. Λέμε για παράδειγμα, ο Bill Gates είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου γιατί έχει περιουσία 100.000 ευρώ. Μέσα όμως σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται οι μετοχές της Microsoft και άλλων εταιρειών που έχει στο χαρτοφυλάκιο του, τα κρυπτονομίσματα που έχει στο ψηφιακό του θησαυροφυλάκιο και άλλα περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση. Αν ο Gates θέλει να αγοράσει μια σοκολάτα, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πλαστική του κάρτα ή το εμφύτευμα που την αντικαθιστά και να αποσύρει παραστατικό χρήμα (FIAT money) από κάποιο λογαριασμό του. Κάπως έτσι αγοράζουμε μια σοκολάτα οι περισσότεροι.
Όμως τα νέα ψηφιακά πορτοφόλια δίνουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να αγοράσουν προϊόντα και υπηρεσίες ακόμα και αν δεν έχουν FIAT money. Οι πλαστικές κάρτες κάποιων εταιρειών, όπως της Revolut, δίνουν στον κάτοχό τους τη δυνατότητα να μετατρέψουν άλλες μορφές χρήματος σε FIAT money, τη στιγμή της πληρωμής. Έτσι, μπορεί στο ψηφιακό μας πορτοφόλι να μην έχουμε ευρώ ή δολάρια και να θέλουμε να αγοράσουμε μια σοκολάτα, αλλά να έχουμε bitcoin.
Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν, αν και όχι η ιδανική. Τα κρυπτονομίσματα, όπως το bitcoin, δημιουργήθηκαν ή έτσι τουλάχιστον μας έλεγαν οι δημιουργοί τους, με στόχο να αλλάξουν τον κόσμο και να γίνουν το νέο συναλλακτικό μέσο, απαλλαγμένα από τον έλεγχο των κεντρικών τραπεζών. Άρα, σε μια συναλλαγή για αγορά σοκολάτας, το προϊόν θα έπρεπε να έχει μια σταθερή τιμή σε bitcoin και όχι μια τιμή που μεταβάλλεται ανάλογα με την ισοτιμία bitcoin/δολαρίου ή bitcoin/ευρώ.
Αυτό φυσικά θα είχε τεράστιο ρίσκο για τον έμπορο, γιατί ως αντάλλαγμα της σοκολάτας που μας έδωσε θα αποκτούσε ένα νόμισμα, το οποίο το επόμενο ξημέρωμα ενδεχομένως να μην μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να αγοράσει ούτε χαρτί τουαλέτας. Έτσι, τα ανταλλακτήρια, όπως η Revolut, η Crypto.com και δεκάδες άλλες εταιρείες, επιτρέπουν μεν στους κατόχους των καρτών τους να συναλλάσσονται με κρυπτονομίσματα, αλλά εισπράττουν για αυτές τις συναλλαγές προμήθειες που φτάνουν μέχρι και το 5%, δηλαδή πολύ υψηλότερες από τις μηδενικές πλέον προμήθειες συναλλαγών με FIAT money.
Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει την προσοχή, είναι το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι χρήστες των εν λόγω ψηφιακών πορτοφολιών. Ενώ, η χρεωστική μας κάρτα είναι συνδεδεμένη με κάποιο τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος έχει μια εγγύηση αποζημίωσης στην περίπτωση που η τράπεζα κλείσει, τα περισσότερα ψηφιακά πορτοφόλια ανήκουν σε οργανισμούς που έχουν έδρα διάφορα άγνωστα νησιά στους ωκεανούς της Γης, όπου το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν προσφέρει εγγυήσεις και νομική προστασία.
Οπότε, αν ένας από αυτούς τους οργανισμούς καταρρεύσει, είναι πολύ πιθανό οι πελάτες να χάσουν το σύνολο των χρημάτων τους. Είναι κάτι που έχει συμβεί ήδη και δεν αποκλείεται να ξανασυμβεί.
Η ευκολία του πελάτη κινεί τα νήματα
Ο Δημήτρης Λιτσικάκης, Global Head of Fintech, deVere Group, με πολυετή εμπειρία σε εταιρείες fintech, θεωρεί ότι καταλύτης για τα ψηφιακά πορτοφόλια, ήταν η ευκολία που ο πελάτης μπορούσε να αποκτήσει κάποιο από αυτά, αποφεύγοντας τη γραφειοκρατία των τραπεζών. Ωστόσο, αυτό το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αμβλύνεται, καθώς και οι τράπεζες έχουν μειώσει τη γραφειοκρατία τους και συνεχίζουν να το κάνουν, όπως έγινε πρόσφατα με την πλατφόρμα Know Your Customer.
Επομένως, οι fintech θα πρέπει να βρουν νέα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να μείνουν στο προσκήνιο. Σύμφωνα με τον Δ. Λιτσικάκη, ένα ψηφιακό πορτοφόλι είναι πιο φθηνό στις υπηρεσίες του, όπως η αποστολή εμβασμάτων στο εξωτερικό ή η μετατροπή συναλλάγματος.
Οι τράπεζες θα αργήσουν να ισορροπήσουν αυτό το πλεονέκτημα, καθώς έχουν σημαντικά λειτουργικά έξοδα λόγω των “παλαιολιθικών” συστημάτων που αναγκάζονται να συντηρούν.
Ήδη βλέπουμε ενέργειες μετάβασης των τραπεζών προς το cloud, αλλά προσωρινά είναι περιορισμένες και δεν αφορούν τα κρίσιμα λειτουργικά τους συστήματα, τα οποία υπόκεινται σε αυστηρά ρυθμιστικά πλαίσια.
Η ευρεία διάδοση των κρυπτονομισμάτων είναι ένας σημαντικός καταλύτης για τα ψηφιακά πορτοφόλια και επίσης ένα ακόμα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα αργήσουν να ισορροπήσουν οι τράπεζες. Για αυτό άλλωστε είδαμε ότι από την αρχή της δημιουργίας των κρυπτονομισμάτων οι τράπεζες αντέδρασαν έντονα, όχι τόσο γιατί θεωρούσαν ότι έβαζαν ένα παράγοντα αναξιοπιστίας στο σύστημα, όσο γιατί διέβλεπαν την απώλεια εσόδων.
Γενικότερα και υπό την πίεση της πανδημίας, οι τράπεζες δείχνουν να έχουν επιταχύνει τις αντιδράσεις τους, όπως όμως δείχνουν οι αριθμοί λήψεων και αξιολόγησης των εφαρμογών τους στα Play Store και App Store, η προσπάθεια αυτή απέχει πολύ από το να δώσει το αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οπότε, το βασικό όπλο που χρησιμοποιούν σε αυτήν τη φάση και πλέον αναφερόμαστε στις ελληνικές τράπεζες, είναι η δημιουργία αμφιβολιών για την αξιοπιστία των fintech. Ορισμένες σημαντικές αστοχίες εταιρειών fintech τα περασμένα χρόνια δίνουν το δικαίωμα για αυτό το ιδιότυπο marketing, αλλά σε βάθος χρόνου, η στρατηγική αυτή δεν αναμένεται να είναι αποτελεσματική, καθώς οι fintech βελτιώνουν διαρκώς την εικόνα αξιοπιστίας τους, επενδύοντας ακόμα και στην απόκτηση τραπεζικών αδειών, όπως έγινε με τις Revolut και Viva Wallet.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εμπορική φύση των τραπεζών απειλείται πλέον και από τα ψηφιακά νομίσματα που αναμένεται να εκδώσουν οι εμπορικές τράπεζες. Θεωρητικά, τα νομίσματα αυτά θα μπορούσαν να διατεθούν απευθείας στα ψηφιακά πορτοφόλια των πολιτών, χωρίς να περάσουν από τα συστήματα των εμπορικών τραπεζών.
Η γενιά του 2000 και μετά
Μια ματιά στις σειρές αναμονής των φυσικών καταστημάτων των τραπεζών, οι οποίες έμειναν αμείωτες σε μέγεθος ακόμα και στη διάρκεια της πανδημίας, δείχνει ποιο είναι το προφίλ ενός μεγάλου ποσοστού των πελατών τους. Μια πιο αναλυτική ματιά στις λίστες των πελατών τους, θα αποκαλύψει ενδεχομένως ότι οι ηλικίες από 20 ετών και άνω δεν έχουν εξαφανιστεί, βρίσκονται όμως σχεδόν αναγκαστικά εκεί, γιατί ο τραπεζικός τους λογαριασμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη μισθοδοσία τους. Επομένως, ένα μεγάλο ποσοστό των πελατών των τραπεζών πρόκειται να φύγουν ή μένουν από ανάγκη.
Όσον αφορά τη δεύτερη ομάδα, κάθε νέα δελεαστική πρόταση θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα, μια μετατόπιση ατόμων από τις τράπεζες σε fintech. Μια τέτοια δελεαστική πρόταση που προβάλλεται έντονα το τελευταίο διάστημα είναι οι υπηρεσίες “buy now pay later”. Η υπηρεσία αυτή αφορά σε μικρά δάνεια συνήθως μερικών εκατοντάδων ευρώ, τα οποία ο κάτοχος του ψηφιακού πορτοφολιού μπορεί να αποκτήσει στην κυριολεξία με το πάτημα ενός κουμπιού, προκειμένου να προχωρήσει σε μια αγορά.
Στη συζήτηση που είχαμε με το Δ. Λιτσικάκη, όταν προσπαθήσαμε να συγκρίνουμε τα δάνεια αυτά με τα καταναλωτικά δάνεια της δεκαετίας του 90, διευκρίνισε ότι πρόκειται για μια διαφορετική προσέγγιση εξαιτίας τουλάχιστον δύο βασικών παραγόντων. Ο ένας είναι το χαμηλό μέγεθος του δανείου και ο δεύτερος τα μηδενικά επιτόκια των δανείων αυτών, σε σχέση με τα αντίστοιχα επιτόκια που χρεώνουν οι τράπεζες στη χρήση πιστωτικών καρτών.
Πρακτικά, ο χρήστης του πορτοφολιού έχει τη δυνατότητα να σπάει μια πληρωμή σε μικρότερες, ενώ ο έμπορος εισπράττει όλο το ποσό της αξίας του εμπορεύματος πλην μιας προμήθειας κοντά στο 3% που πάει στα έσοδα του διαχειριστή. Οπότε, η εταιρεία που διαθέτει το ψηφιακό πορτοφόλι είναι αυτή που αναλαμβάνει το ρίσκο να εισπράξει τις δόσεις από τον αγοραστή.
Αυτό που έχει παρατηρηθεί με τη χρήση των υπηρεσιών “buy out pay later” είναι η αύξηση του ποσοστού ολοκλήρωσης των ψηφιακών αγορών. Όπως μας λέει ο Δ. Λιτσικάκης, συχνά οι αγοραστές όταν βλέπουν το ποσό που έχει συγκεντρωθεί στο ψηφιακό τους καλάθι, φεύγουν από το ψηφιακό κατάστημα χωρίς να ολοκληρώσουν την αγορά,. Η δυνατότητα να σπάσουν αυτό το ποσό σε μικρότερα, τους παροτρύνει να ολοκληρώσουν τη συναλλαγή.
Τα τελευταία δύο χρόνια, εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα, έχουν πετύχει να αυξήσουν την αξία τους πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ υπάρχουν και κάποιες που έχουν ξεπεράσει το φράγμα των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η αρένα των fintech
Ενώ οι εταιρείες fintech δεν βλέπουν τις τράπεζες ως ανταγωνιστές τους, μεταξύ τους ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός. Πολλές από αυτές χρειάζεται να αυξάνουν το κεφάλαιο τους σε τακτά χρονικά διαστήματα με δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να μείνουν ζωντανές. Και πάλι όμως δεν τα καταφέρνουν όλες.
Όπως μας λέει ο Δ. Λιτσικάκης, μια επιλογή απέναντι στο σκληρό ανταγωνισμό, είναι η καθετοποίηση των προσφερόμενων υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η deVere Group, στην οποία εργάζεται, ειδικεύεται στα επενδυτικά προϊόντα, τα οποία δεν είναι εύκολα διαθέσιμα στην αγορά για το ευρύ κοινό.
Ωστόσο, υπάρχουν και παραδείγματα, κυρίως στις ασιατικές αγορές, όπου εφαρμογές που συνθέτουν τη ψηφιακή ζωή του χρήστη, όπως το Wechat ξεκινούν από κάποιο άλλο τομέα και κάποια στιγμή προσθέτουν και δυνατότητα ψηφιακού πορτοφολιού. Η τάση αυτή αναμένεται και στην Ευρώπη, οπότε δεν αποκλείεται στο άμεσο μέλλον, ψηφιακά πορτοφόλια, όπως της Revolut να μπουν σε άλλα χωράφια, όπως το food delivery.
Η πρόβλεψη του Δ. Λιτσικάκη είναι ότι η τάση του embedded finance θα μεταμορφώσει στο μέλλον δεκάδες χιλιάδες εταιρείες σε fintech. Παράλληλα, η νέα αυτή προοπτική ανοίγει και μια αγορά για τις υπάρχουσες fintech, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν την τεχνογνωσία τους και τις πλατφόρμες τους σε μορφή white label σε διάφορους οργανισμούς που δε θέλουν να ανακαλύψουν τον τροχό.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί στην πορεία αυτής κοσμογονίας, είναι πως η εξέλιξη των εμπορικών τραπεζών θα βοηθήσει στην επιβίωσή τους και ποια θα είναι η μορφή τους μετά από 5 ή 10 χρόνια.
Πρωταθλήτριες στο BNPL οι δυτικές και βόρειες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι χώρες με τις περισσότερες υπηρεσίες Pay Now Buy Later βρίσκονται στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία διαθέτουν έκαστη από εφτά τέτοιους παρόχους, ενώ οι Σκανδιναβικές χώρες, Σουηδία, Δανία και Νορβηγία έχουν από πέντε. Στην Ισπανία, οι πάροχοι BNPL αγγίζουν τους έξι, ενώ μόλις τρεις απαριθμεί η Ιταλία. Στην Ελλάδα ακόμα τα πράγματα βρίσκονται στα σπάργχανα, αφού μόλις ένας πάροχος BNPL φαίνεται ότι δραστηριοποιείται στη χώρα μας.
Εντύπωση προκαλεί η άνοδος της Πολωνίας και της Εσθονίας, ωστόσο αυτές οι δυο χώρες προσφάτως έχουν αναδειχθεί σε δύο από τα διασημότερα digitized hubs της Ευρώπης.