Τις τελευταίες δεκαετίες, μια ισχυρή τάση έχει αρχίσει να εμφανίζεται στην εταιρική βιωσιμότητα, εθελοντικής δέσμευσης σε βιώσιμες δραστηριότητες. Ο αριθμός των εταιρειών που χρησιμοποιούν στρατηγικές βιωσιμότητας και αποκαλύπτουν περιβαλλοντικές, κοινωνικές και κυβερνητικές πληροφορίες (ESG) συνεχίζει να αυξάνεται, γεγονός που έχει προκαλέσει θεμελιώδεις αλλαγές στα επιχειρηματικά μοντέλα και τη διοικητική επιστήμη. Η συμβατική διοίκηση με γνώμονα τους μετόχους στοχεύει στην ενίσχυση της οικονομικής απόδοσης και τη μεγιστοποίηση των οφελών των μετόχων.
Αντίθετα, η βιώσιμη επιχείρηση προωθεί τη διοίκηση προσανατολισμένη στους ενδιαφερόμενους, η οποία λαμβάνει υπόψη όλους τους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των καταναλωτών, πελατών, κοινοτήτων και άλλων σχετικών ομάδων. Μέχρι σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της υπάρχουσας βιβλιογραφίας έχει εξετάσει τη σχέση μεταξύ της εταιρικής χρηματοοικονομικής απόδοσης (CFP) και της εταιρικής βιωσιμότητας για τον εντοπισμό των επιπτώσεων της διοίκησης προσανατολισμένης στους ενδιαφερόμενους για την CFP. Όσον αφορά αυτή τη σχέση, στη βιβλιογραφία επικρατούν δύο απόψεις. Από τη μια πλευρά, οι δραστηριότητες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (CSR), ειδικά οι περιβαλλοντικές αποτελούν πηγή καινοτομίας που δημιουργεί επιπλέον έσοδα που μπορούν να καλύψουν το πρόσθετο κόστος, επομένως μια κατάλληλη στρατηγική ΕΚΕ μπορεί να σχετίζεται θετικά με την CFP. Η πλειονότητα των εμπειρικών μελετών δείχνει θετική σχέση μεταξύ CFP και CSR. Από την άλλη πλευρά, οι δραστηριότητες ΕΚΕ επιφέρουν πρόσθετο κόστος που προκαλείται από προβλήματα οργανισμού και αναποτελεσματική κατανομή των πόρων, γεγονός που θα βάλει την εταιρεία σε δυσμενή θέση στην ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά. Η αβεβαιότητα στα επιστημονικά ευρήματα αφήνει αναπάντητα ερωτήματα.
Οι λόγοι για την αποτυχία επίτευξης συναίνεσης σχετικά με τις επιπτώσεις της ΕΚΕ στην CFP σχετίζονται με διάφορες πτυχές. Πρώτον, το ευρύ φάσμα εκτιμήσεων CFP καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό μιας γενικής σχέσης σχετικά με αυτό το ζήτημα. Οι εκτιμήσεις με βάση την αγορά είναι οι πιο συχνά εφαρμοζόμενες προσεγγίσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τιμή μετοχής, αποδόσεις αμοιβαίων κεφαλαίων και αγοραία αξία. Η CFP αξιολογείται ευρέως από εκτιμήσεις που βασίζονται στη λογιστική, όπως η απόδοση περιουσιακών στοιχείων (ROA) και η απόδοση ιδίων κεφαλαίων. Η επιλογή του κατάλληλου μηχανισμού για την ουσιαστική υποστήριξη της εταιρικής λήψης αποφάσεων και της ανάλυσης πολιτικής μπορεί να είναι προβληματική. Η μεμονωμένη εκτίμηση που χρησιμοποιείται συχνά δεν καταγράφει πιθανές επιπτώσεις CSR.Δεύτερον, μια ποικιλία από έννοιες και κατηγορίες ΕΚΕ περιπλέκουν τα συμπεράσματα για τη σχέση CSR-CFP. Το CSR είναι μια πολυδιάστατη έννοια. Οι εταιρείες έχουν διαφορετικά κίνητρα για την εξάσκηση στρατηγικών ΕΚΕ και χρησιμοποιούν ένα ευρύ φάσμα πόρων, οι οποίες οδηγούν σε διαφορετικές επιπτώσεις επί της CFP. Μελέτες που επικεντρώνονται σε διαφορετικούς τύπους δραστηριοτήτων ΕΚΕ μπορεί να καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με τη σχέση ΕΚΕ- CFP. Τρίτον, η σχέση μεταξύ CFP και CSR δεν είναι ούτε αυστηρά θετική ούτε αυστηρά αρνητική.
Αποκάλυψη: CFP & ESG δεδομένων
Αρκετές θεωρίες εξηγούν τους λόγους για τους οποίους οι εταιρείες αποκαλύπτουν εθελοντικά πληροφορίες ESG. Πρώτον, η αποκάλυψη δεδομένων ESG στοχεύει στην απόκτηση κοινωνικής νομιμότητας για περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις που προκαλούνται από τη λειτουργία της εταιρείας. Η νομιμότητα ESG μιας εταιρείας είναι ένα ισχυρό κίνητρο για αποκάλυψη δεδομένων ESG. Επιπλέον, υπό την πίεση των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης και την προσοχή των ενδιαφερομένων, η αποκάλυψη του ESG είναι ένα εργαλείο διοίκησης εντυπώσεων που μπορεί να διατηρήσει και να ενισχύσει την εταιρική φήμη. Δεύτερον, η ασυμμετρία πληροφοριών μεταξύ διευθυντικών στελεχών και εξωτερικών επενδυτών είναι ένα άλλο κίνητρο. Το πρόβλημα προκύπτει από την ασυμμετρία των πληροφοριών μεταξύ μάνατζερ και εξωτερικών επενδυτών. Οι επενδυτές θα υποτιμήσουν τις εταιρείες με καλή απόδοση και θα υπερεκτιμούν τις εταιρείες με κακή απόδοση με βάση τις περιορισμένες πληροφορίες. Έτσι, η κεφαλαιαγορά δεν θα κατανείμει με βέλτιστο τρόπο τους πόρους.
Μια λύση γι’ αυτό το πρόβλημα που αποκαλείται “Lemon theory” είναι να σταλούν αξιόπιστα σήματα στην αγορά για να μειωθεί η ασυμμετρία των πληροφοριών μεταξύ μάνατζερ και εξωτερικών επενδυτών. Οι κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις έχουν αυξηθεί δραματικά παγκοσμίως τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επενδυτές με εγγενείς κοινωνικές προτιμήσεις είναι πιο πιθανό να κατέχουν κοινωνικά υπεύθυνα κεφάλαια, παρά συμβατικά κεφάλαια υψηλότερης οικονομικής απόδοσης. Έτσι, οι εταιρείες έχουν γίνει πιο επιρρεπείς στην αποκάλυψη πληροφοριών ESG. Τρίτον, η αποκάλυψη εταιρικών πληροφοριών είναι μια αποκάλυψη που βασίζεται στη διακριτική ευχέρεια, η οποία αντικατοπτρίζει τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης σχετικά με τον αριθμό των πληροφοριών που επιλέγουν οι μάνατζερ. Υπάρχει μια αντιστάθμιση που αντιμετωπίζουν οι μάνατζερ σχετικά με το βαθμό στον οποίο πρέπει να αποκαλύπτουν εταιρικές πληροφορίες, ευνοϊκές ή δυσμενείς, για να εκτιμήσουν την εταιρεία σε μια λογική αγορά.
Οι εταιρείες προτιμούν να αποκαλύπτουν ευνοϊκές πληροφορίες και να αποκρύπτουν δυσμενείς πληροφορίες για να ενισχύσουν την αξιολόγησή τους στην αγορά. Από την άλλη πλευρά, οι εξωτερικοί επενδυτές προεξοφλούν την αξία της επιχείρησης θεωρώντας τις μη αποκαλυφθείσες πληροφορίες ως δυσμενείς πληροφορίες. Αυτό αναγκάζει τις εταιρείες να αποκαλύψουν περισσότερες πληροφορίες, παρόλο που μπορεί να είναι δυσμενείς. Η αποκάλυψη δεδομένων ESG μπορεί να φέρει στις επιχειρήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Συμπερασματικά, θεωρείται βέβαιο ότι η σχέση μεταξύ των στρατηγικών ΕΚΕ και της CFP είναι θετική και πρέπει οι επιχειρήσεις για να ενισχύσουν την CFP να αναπτύξουν αγαθές δραστηριότητες. Επιπλέον, η ανταπόκριση στις δραστηριότητες ΕΚΕ από τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την επιλογή της στρατηγικής ΕΚΕ μεμονωμένων εταιρειών.