Το κόστος της πανδημίας είναι μεγάλο και η Ευρώπη θα κληθεί να στηρίξει τις τοπικές οικονομίες. Ποιος μπορεί να ηγηθεί της οικονομικής ανάκαμψης και ποιο θα είναι το τίμημα για τις χώρες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος;

Δίχως αμφιβολία, το 2021 αποτελεί καίριας σημασίας χρονιά για την Ευρώπη. Τα πάσης φύσεως εμβόλια ενάντια στον κορωνοϊό αναμένεται να μας χαρίσουν την πολυπόθητη ελευθερία από περιορισμούς και μικρά, σκληρά ή οριζόντια lockdown, δίνοντας πειστική “απάντηση” στην υγειονομική κρίση που ταλανίζει τον παγκόσμιο πληθυσμό εδώ και κάτι παραπάνω από ένα έτος.

Παρόλα αυτά, ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας θα παραμείνει, ενώ σύντομα θα πληροφορηθούμε τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουν να πληρώσουν οι ίδιες οι κυβερνήσεις. Γιατί, μπορεί η δημοσιονομική πολιτική να παρείχε οικονομική υποστήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προκειμένου να υπάρξει κατά το δυνατόν πιο σύντομη επιστροφή σε μια μορφή κανονικότητας, εντούτοις περίπου το ένα τρίτο των ετήσιων εσόδων έχει δαπανηθεί σε αυτήν την προσπάθεια.

“Αρκεί να σημειωθεί πως τα δημοσιονομικά μέτρα αντικατοπτρίζουν μέχρι και το 32% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της ευρωζώνης!”, όπως τονίζει αποκλειστικά στο Digital Finance ο Δρ. Holger Schmieding, Chief Economist της επενδυτικής τράπεζας Berenberg.

“Δεν θεωρώ πως οι κυβερνήσεις μπορούν πλέον να καθυστερήσουν περαιτέρω την λήψη της σχετικής απόφασης χρηματοδότησης για ένα ακόμη έτος, δεδομένου ότι η αναστολή του ορίου ελλείμματος 3% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώνεται στα τέλη του τρέχοντος έτους. Απαιτείται η λήψη σχετικής απόφασης το αργότερο μέχρι τα μέσα του 2021, προκειμένου οι προϋπολογισμοί των χωρών-μελών της Κοινότητας για το ερχόμενο έτος να μπορούν να καταρτιστούν ανάλογα”.

ΌΧΙ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
Το ζήτημα της λιτότητας, που τόσο έχει ταλαιπωρήσει και την Ελλάδα, επανέρχεται στο προσκήνιο από αρκετούς οικονομολόγους, υπό το πρίσμα της αντιμετώπισης των μεταπανδημικών επιπτώσεων και της εφαρμογής σειράς μέτρων που δεν στηρίζονταν σώνει και καλά στην εφαρμογή των εξόχως αυστηρών όσο και περιοριστικών εν πολλοίς περιθωρίων που προέκυπταν από τα δημοσιονομικά δεδομένα της κάθε χώρας – μέλους, αλλά φιλοδοξούσαν να δώσουν πρόσκαιρη ανακούφιση στα δοκιμαζόμενα νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, ανεξαρτήτως του ποσού που αναγραφόταν ως τίμημα στο σχετικό λογαριασμό.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λιτότητα δεν χρειάζεται να επιστρέψει. Μεταξύ αυτών και ο Δρ. Schmieding, καθώς θεωρεί πως “τα χαμηλά, ακόμη και αρνητικά, επιτόκια καθιστούν το δημόσιο χρέος εύκολα εξυπηρετούμενο και το απόθεμα μπορεί απλώς να μετατραπεί, μετατρέποντας το δημόσιο χρέος σε ένα είδος διαρκούς ομολόγου. Άλλοι θεωρούν την ύπαρξη του κανόνα δημοσιονομικού ελλείμματος 3% ως απαραίτητο για την περαιτέρω ανάπτυξη και την οικονομική σταθερότητα”.

ΟΙ ΔΑΠΑΝΕΣ (ΥΠΕΡ)ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΑΝΔΗΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Υπάρχει ένα ενδιαφέρον “twist” στη συζήτηση: Αρκετοί πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ και σύμβουλοι πολιτικής συνιστούν στον Πρόεδρο Biden να εφαρμόσει (ακόμη ένα) γιγαντιαίο πρόγραμμα δαπανών, παρά το έλλειμμα του 18% του 2020.

Η Silvana Tenreyro, καθηγήτρια Οικονομικών στο London School of Economics, Μέλος της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας και Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (European Economic Association – EEA) για το τρέχον έτος αναφέρει στο Digital Finance πως πρόκειται για μια στρατηγική που αποδίδει.

“Στο πλαίσιο ενός σοκ της έντασης και του μεγέθους της πανδημίας του κορωνοϊού, τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι επεκτατικά, με κάθε ευρώ, εν προκειμένω δολάριο, να δαπανάται για επενδύσεις και υποδομές, καθώς και για έρευνα και ανάπτυξη, επιστρέφοντας περισσότερο από ένα δολάριο σε επίπεδο Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ).

Με άλλα λόγια, οι δαπάνες θα αποδώσουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπληρώσουν από μόνες τους,” λέει η Tenreyro. “Όσο για τις οικονομικές ‘άγκυρες’ θα πρέπει να καταργηθούν και το χρέος δεν έχει σημασία. Εξάλλου, σε περιόδους χαμηλών επιτοκίων, ο δανεισμός για δαπάνες θεωρείται και ως μονόδρομος”.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΑΠΝΕΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κρατήσει τα επιτόκια σε μηδενικό επίπεδο ή ακόμη και υπό του μηδενός, με αποτέλεσμα η φθηνή εξυπηρέτηση του χρέους να βοηθά στην υπόθεση εργασίας για την πραγματοποίηση περισσότερων δαπανών. Το ταμείο ανάκαμψης ετοιμάζεται να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ ώστε να επενδύσει σε ψηφιακές και “πράσινες” τεχνολογίες που θα αυξήσουν την επικείμενη ανάπτυξη.

Το κόστος θα παραμείνει χαμηλό, καθώς ο πληθωρισμός ούτε καν που διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ο βασικός πληθωρισμός έχει φτάσει στο ναδίρ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB) απέχει περισσότερο από τον στόχο της παρά ποτέ. Ακόμα και όταν η οικονομία ανακάμψει, ο πληθωρισμός είναι πιθανό να επιστρέψει στα προπανδημικά επίπεδα του 1%, χαμηλότερα και από τον στόχο του 2% που έχει τεθεί.

Με την ανάγκη τόνωσης του πληθωρισμού, αντί της επιβράδυνσης, η νομισματική πολιτική οφείλει να παραμείνει και να διαπνέεται από πνεύμα εξυπηρέτησης του χρέους.

Με το πιο αποτελεσματικό εργαλείο της, το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19, που αναμένεται να ολοκληρωθεί με το πέρας και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της υγειονομικής πρόκλησης, η ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνει στο περιθώριο και να ενθαρρύνει τις εθνικές κυβερνήσεις προκειμένου να επανεκκινήσουν την ανάπτυξη, ενισχύοντας τον πληθωρισμό.

“Ωστόσο, παρόλο που το χρέος είναι φθηνό, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι η Ευρώπη θα εγκαταλείψει την έμφαση και εν γένει προσκόλληση στο μοντέλο της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ελλείψει κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, οι στόχοι για το έλλειμμα και το χρέος αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για τη διατήρηση ενός βαθμού εναρμόνισης σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Παρόλα αυτά, η επανενεργοποίηση του παλαιότερου ορίου ελλείμματος του 3% δεν είναι μόνο μη ρεαλιστική, αλλά είναι επικίνδυνη.

Εξάλλου, μια βίαιη προσαρμογή μέσω μεγάλων φορολογικών αυξήσεων ή περικοπών δαπανών θα κινδύνευε να ωθήσει την Ευρώπη σε καθεστώς ύφεσης. Όσον αφορά το όριο χρέους του 60% του ΑΕΠ, αποδεικνύεται εντελώς άσχετο στις τρέχουσες συνθήκες», σημειώνει με έμφαση η Silvana Tenreyro.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΕΘΕΙ ΟΡΙΟ ΣΤΟ ΠΟΣΟ ΕΤΗΣΙΑΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ;
Πώς λοιπόν θα μεταρρυθμίσει η Ευρώπη τις δημοσιονομικές κατευθυντήριες γραμμές της; “Θα απαιτηθεί χρόνος,” λέει η Tenreyro. “Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εξετάσει υπό σοβαρό πρίσμα το ενδεχόμενο να θέσει όριο στο ποσό που θα μπορούσε να δαπανηθεί για την ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους, βάσει του ΑΕΠ.”

Τα όρια που πρέπει να μπουν είναι ξεκάθαρα, προσθέτει η ίδια. “Οι δαπάνες για την εκπαίδευση και την έρευνα θα μπορούσαν να περιοριστούν, χωρίς να υπολογίζονται στο συνολικό όριο δαπανών. Την ίδια στιγμή, θα μπορούσε να τεθεί ένα όριο στις «καθαρές» ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, και πάλι ως αναλογία του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.

Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η ίδια η μέτρηση που χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους κατά την κρίση του Ελληνικού χρέους του 2010,” λέει η Tenreyro. “Αναμφίβολα, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε επιλογής θα πρέπει να σταθμίζονται.

Εν τω μεταξύ, είναι πιθανό ότι η μόνη απόφαση που θα ληφθεί φέτος θα είναι να δοθεί στις κυβερνήσεις περισσότερος χρόνος προκειμένου να εξισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς και τα εν γένει οικονομικά τους δεδομένα”.

ΤΟ “ΣΤΟΙΧΗΜΑ” ΤΟΥ ΕΠΟΜΕΝΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΓΚΕΛΑΡΙΟΥ
Ο φετινός Σεπτέμβριος αναμένεται να σηματοδοτήσει το τέλος μιας μακράς περιόδου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σταθερές και δεδομένα στο επίπεδο της Γερμανικής και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής, μα και παγκόσμιας, πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας.

Κι αυτό γιατί τότε θα διεξαχθούν εθνικές εκλογές στην σημαντικότερη οικονομία της Ευρωζώνης, με την σημερινή Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να εγκαταλείπει την Καγκελαρία έπειτα από 16 συναπτά έτη παρουσίας σε επίπεδο κορυφαίας πολιτικής σκηνής. Ένα από τα πρώτα ερωτήματα που θα τεθούν αφορούν την οικονομική και εν γένει χρηματοδοτική πολιτική της μετά-Μέρκελ ηγεσίας.

Αναμφίβολα, τελεί εις γνώση του συνόλου των stakeholders παγκοσμίως πως η διασφάλιση ισχυρών εθνικών οικονομικών και διάφανων χρηματοδοτικών διαδικασιών δύναται να εμφυσήσουν αισθήματα σεβασμού και επιτυχίας σε διεθνές επίπεδο.

Η νέα Γερμανική ηγεσία θα κληθεί άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της να αντιμετωπίσει τρεις καίριες προκλήσεις: Να παραμείνει οικονομικά και χρηματοδοτικά ισχυρή εντός των συνόρων, να προκρίνει τέτοιου είδους πολιτικές στην Ευρωζώνη ώστε να διασφαλίσει την σταθερότητά της, αλλά και να ενδυναμώσει την οικονομία της αγοράς δια μέσω του “ανοικτού”, όσο και παγκόσμιου ανταγωνισμού.

H Agnès Belaisch, Managing Director και Chief European Strategist στο επενδυτικό ινστιτούτο Barings, μιλώντας στο Digital Finance, αναφέρει πως η Γερμανία πρέπει να διατηρήσει την ορθή χάραξη πολιτικής βάσει κανόνων που καθοδηγεί την ατζέντα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

“Τόσο η Γερμανία όσο και η Ευρώπη επωφελήθηκαν από τον ρόλο της ‘άγκυρας’ που έπαιξε η πρώτη στην ήπειρο συνολικά, αλλά και την ώθηση που έδωσε προς την υιοθέτηση και εφαρμογή ‘συνετών’ πολιτικών,” λέει η Belaisch.

“Αυτό, βοήθησε την θεμελίωση της αξιοπιστίας της ευρωζώνης σε δύσκολους καιρούς, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας του Covid-19. Γιατί, δίχως άλλο, αποτέλεσε ένδειξη θάρρους, όσο και πρωτόγνωρης αποφασιστικότητας από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων να συμφωνήσουν σε ένα φιλόδοξο σχέδιο μεταπανδημικής αποκατάστασης.

Μια άνευ προηγουμένου χρηματοδότηση που υπερβαίνει τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ και η οποία θα πρέπει να δαπανηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να προωθεί την εν γένει ανάπτυξη και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στους Κοινοτικούς κόλπους”.

Η επιτυχής εφαρμογή του γιγαντιαίου πακέτου οικονομικής ενίσχυσης και εν γένει τόνωσης της Ευρωπαϊκής αγοράς οφείλει, ταυτόχρονα, να στείλει ένα ακόμη ξεκάθαρο μήνυμα: ότι πρόκειται για μια εφάπαξ συμφωνία σε ιστορικές συνθήκες. Κάτι, εξάλλου, που απαιτούν νομικοί και συνταγματικοί λόγοι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Έπειτα από την έξοδο από τον εφιάλτη της πανδημίας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism – ESM) αναμένεται να προσφέρει για ακόμη μια φορά το κατάλληλο πλαίσιο για χρηματοδοτική στήριξη υπό όρους.

QUO VADIS Ε.Ε;
Μελλοντικά, η Γερμανία και οι υπόλοιποι εταίροι της στο πλαίσιο της ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθούν σε υγιείς πολιτικές και να διασφαλίσουν ότι οι ευρωπαϊκές δαπάνες δεν θα μειωθούν. Στοιχείο, το οποίο θα υποστηρίξει το ευρώ ως ισχυρό νόμισμα, που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.

Εντός των συνόρων, η Γερμανία ενίσχυσε τη θέση της πραγματοποιώντας τολμηρές μεταρρυθμίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά και τη γρήγορη επιστροφή της σε θέση υγιών Δημόσιων οικονομικών έπειτα από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Αυτές οι επιτυχίες συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της επανένωσης, στην εξάλειψη του σημαντικά μεγάλου ποσοστού ανεργίας, στην διασφάλιση ενός σταθερού εισοδήματος, στην διαρκή παροχή ευκαιριών ανάπτυξης, καθώς επίσης και της έμπρακτης εφαρμογής εργασιακής και κοινωνικής ειρήνης για τους πολίτες της.

Η Managing Director και Chief European Strategist στο επενδυτικό ινστιτούτο Barings θεωρεί πως η ισχύς της Γερμανίας βασίζεται σε τρία βασικά χαρακτηριστικά. “Κατ’ αρχάς, η ηγέτιδα δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει σχετικά καλές συνθήκες-πλαίσιο για την προσέλκυση και πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων.

Πρόκειται για τον θεμέλιο λίθο υλοποίησης ισχυρών, όσο και ευρείας βάσης συστημάτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς επίσης και την ευημερούσα οικονομία της σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων (το αποκαλούμενο και ως φαινόμενο Mittelstand), με κέντρα ανάπτυξης σε όλη τη χώρα,” λέει η Belaisch.

“Δευτερευόντως, παραδοσιακά προωθεί ένα «ανοικτό», διεθνές εμπορικό και επενδυτικό περιβάλλον που ‘καλωσορίζει’ τον ξένο ανταγωνισμό και δεν ευνοεί εθνικούς ή ευρωπαϊκούς ‘πρωταθλητές’. Κάτι που διατηρεί την οικονομία αποτελεσματική, με καλά αμειβόμενα υπερσύγχρονα προϊόντα και θέσεις εργασίας.

Τρίτον, η Γερμανία έχει ένα σχετικά αποτελεσματικό κράτος με υψηλές, αλλά όχι υπερβολικές, δημόσιες δαπάνες και διαχειρίσιμο Δημόσιο χρέος. Αυτό, χρηματοδοτεί υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, τις οποίες διασφαλίζει το Ομοσπονδιακό σύστημα, ενώ κατανέμεται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την κοινωνία και τη χώρα ευρύτερα”.

“ΑΝΤΙΟ” ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΓΚΥΛΩΣΕΙΣ
Τα όσα σκιαγραφεί η Agnès Belaisch αποτελούν το “προϊόν” του φιλελεύθερου μοντέλου οικονομίας της κοινωνίας της αγοράς που έχει προχωρήσει και ωριμάσει σημαντικά από τότε που ο Καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρντ έθεσε τα θεμέλια κατά τη δεκαετία του ’60.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η επιτυχία έφερε την εφησυχασμό και ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις υπονομεύτηκαν. Η αναστροφή των μεταρρυθμίσεων, οι ταχέως αναπτυσσόμενες Δημόσιες δαπάνες, ο παρεμβατισμός και οι δελεαστικές… Σειρήνες του “ελεύθερου” Δημόσιου χρέους έπαιξαν -ως ένα βαθμό- αρνητικό ρόλο, επιδρώντας στην περαιτέρω εξέλιξη της σύγχρονης ιστορίας.

Άραγε, η επόμενη Γερμανική κυβέρνηση θα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει εκ νέου τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα που την διακρίνουν; H Belaisch υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο θα ήταν ευεργετικό. “Η εν αναμονή νέα Γερμανική ηγεσία θα πρέπει να κοιτάξει και πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να ανακαλύψει ευκαιρίες που αναδύονται, καθώς και απειλές που μεγαλώνουν σταδιακά.

Θεωρώ δε, πως η Γερμανία οφείλει να αποτελέσει μια ξεκάθαρη φωνή που θα ορθώνει το ανάστημά της απέναντι σε κάθε τάση προστατευτισμού, απ’ οπουδήποτε κι εάν προέρχεται, όποιος κι εάν την πρεσβεύει,” λέει η Belaisch. “Μάλιστα, θα πρέπει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της πως η διαφάνεια και όχι ο προστατευτισμός, θα τους διατηρήσει ανταγωνιστικούς.”

Μια τέτοια τακτική θα ήταν προς όφελος όλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει η Belaisch. “Μια ευρύτερα ‘ανοικτή’ προσέγγιση θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην σύναψη αμφότερα αποδοτικών συνεργασιών. Παράλληλα, θα συμβάλει στην βελτίωση των προοπτικών για τις φτωχές χώρες προκειμένου να εξέλθουν του προβληματικού οικονομικού status στο οποίο τυχόν βρίσκονται,” λέει η Belaisch.

“Εξάλλου, εάν ανατρέξτε μερικές δεκαετίες πίσω και δη στην εποχή της κατάρρευσης του σοσιαλισμού, θα διαπιστώσετε πως η ισχύς που επέφερε το τότε άνοιγμα αποτέλεσε ένα άκρως σημαντικό στοιχείο για τη διάδοση του πολιτικού και οικονομικού μοντέλου στο οποίο και θεμελιώθηκε ο σύγχρονος καπιταλισμός”.

«Δεν θεωρώ πως οι κυβερνήσεις μπορούν πλέον να καθυστερήσουν περαιτέρω την λήψη της σχετικής απόφασης χρηματοδότησης για ένα ακόμη έτος, δεδομένου ότι η αναστολή του ορίου ελλείμματος 3% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώνεται στα τέλη του τρέχοντος έτους.»
Holger Schmieding, Chief Economist της επενδυτικής τράπεζας Berenberg

«Η Γερμανία οφείλει να αποτελέσει μια ξεκάθαρη φωνή που θα ορθώνει το ανάστημά της απέναντι σε κάθε τάση προστατευτισμού.»
Agnès Belaisch, Managing Director και Chief European Strategist

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εξετάσει υπό σοβαρό πρίσμα το ενδεχόμενο να θέσει όριο στο ποσό που θα μπορούσε να δαπανηθεί για την ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους.»
Silvana Tenreyro, καθηγήτρια Οικονομικών στο LSE, Πρόεδρος της European Economic Association – EEA)