Μετά την κρίση του 2008, τα κρυπτονομίσματα μπήκαν στη ζωή των πολιτών, με αποτέλεσμα να εδραιωθούν στη συνείδηση πολλών ως μια εναλλακτική στα φυσικά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών. Τώρα,οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται να αξιοποιήσουν αυτήν την εξοικείωση και να εισάγουν στην αγορά τα δικά τους ψηφιακά νομίσματα, τα οποία βασίζονται σε διαφορετική φιλοσοφία.

Ο Οκτώβριος, εν μέσω της κρίσεως πανδημίας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μήνας αποκαλύψεων των ψηφιακών νομισμάτων που ετοιμάζονται να διοχετεύσουν στην αγορά οι κεντρικές τράπεζες.

Η Κίνα φαίνεται να εφαρμόζει την πιο επιθετική πολιτική και έτσι το ψηφιακό γιουάν, το οποίο θα εξυπηρετεί την πλατφόρμα πληρωμών Digital Currency Electronic Payment, έχει αρχίσει ήδη να δοκιμάζεται σε κάποιες πόλεις της.

O Chandler Guo, ένας από τους πρωτοπόρους στην εξόρυξη κρυπτονομισμάτων, σε συνέντευξη που έδωσε στο BBC News πριν από λίγους μήνες, θεωρεί ότι “κάποια μέρα όλοι θα χρησιμοποιούν το ψηφιακό νόμισμα της Κίνας”. Μπορεί ο Guo να το κάνει να ακούγεται απλό, στην πράξη όμως για μια ισχυροποίηση τέτοιου μεγέθους δεν αρκεί απλά  η κεντρική τράπεζα της Κίνας να δημιουργήσει ψηφιακό νόμισμα.

Το 2020, η Facebook ανακοίνωσε το δικό της ψηφιακό νόμισμα, το Diem, ή Libra όπως το είχε αρχικά ονομάσει. Η κίνηση αυτή ανησύχησε περαιτέρω τους κεντρικούς τραπεζίτες στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στη Βρετανία, οι οποίοι, ίσως και λανθασμένα είδαν τη Facebook ως ανταγωνιστή τους, ενώ στην ουσία, οι εμπορικές τράπεζες θα ήταν αυτές που θα έπρεπε να ανησυχήσουν, γιατί η χρήση του Diem θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τα κέρδη τους από τις προμήθειες των διαφόρων μορφών πληρωμών.

Χωρίς να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι συνέβη στα παρασκήνια και ποιος ήταν τελικά ο καταλύτης, το αποτέλεσμα ήταν ότι στις αρχές του περασμένου Οκτώβρη, οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες συνέταξαν από κοινού την αναφορά “Central bank digital currencies: foundational principles and core features”, η οποία βάζει τα θεμέλια για τη δημιουργία των Central Bank Digital Currencies (CBDC). Η αναφορά ξεκινά με τη φράση “Central banks have been providing trusted money to the public for hundreds of years as part of their public policy objectives”, στην οποία θεωρούμε ότι η λέξη trusted βρίσκεται εκεί για να κάνει σαφή το διαχωρισμό ανάμεσα στα κρυπτονομίσματα που διακινούνται ήδη στην αγορά και τα ψηφιακά νομίσματα των Κεντρικών Τραπεζών που θα είναι διαθέσιμα σύντομα.

Η μεταβλητότητα των διαθέσιμων κρυπτονομισμάτων με τις συνέπειες που αυτή έχει για τον αμύητο κάτοχο, η ασφάλεια των συναλλαγών και της φύλαξης τους, αλλά και το γεγονός ότι η ύπαρξή τους εξαρτάται από ένα δίκτυο εκατομμυρίων ατόμων και όχι από ένα κεντρικό οργανισμό, είναι ορισμένοι από τους λόγους, για τους οποίους οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν ότι τα ψηφιακά νομίσματα που θα εκδώσουν θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Ο αντίλογος των οπαδών των κρυπτονομισμάτων απαντά πρώτον ότι υπάρχουν και “σταθερά” κρυπτονομίσματα, η ασφάλεια θα είναι αμφισβητούμενη και για τα ψηφιακά νομίσματα και τέλος, ο θεμελιώδης λόγος που δημιουργήθηκαν τα κρυπτονομίσματα είναι να προσφέρουν μια εναλλακτική στα νομίσματα των κεντρικών τραπεζών.

Τα ψηφιακά νομίσματα δεν θα αντικαταστήσουν τα υπάρχοντα… τουλάχιστον σύντομα
Ο Σάββας Μαυρίδης ζει στη Νέα Υόρκη και ειδικεύεται στις τεχνολογίες για τον τραπεζικό τομέα, έχοντας κάνει καριέρα στις διεθνείς αγορές.  Στη συζήτηση που είχαμε μαζί του, τον ρωτήσαμε αρχικά ποιες θεωρεί ότι είναι βασικές διαφορές ανάμεσα σε ψηφιακά νομίσματα και κρυπτονομίσματα.

Η απάντησή του ήταν λιτή. “Τα κρυπτονομίσματα έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως ως κερδοσκοπικά εργαλεία, θα μπορούσαν όμως να έχουν στο μέλλον και ένα ρόλο αποθετηρίου αξιών, χωρίς μια κεντρική αρχή που θα εξασφαλίζει τον κάτοχό τους. “Πολλές τράπεζες έχουν αποδεχτεί να προσθέτουν τα κρυπτονομίσματα στα περιουσακά στοιχεία των πελατών τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τα εξισώνουν με τα FIAT currencies, ακόμα και αν μιλάμε για τα πιο ασταθή από αυτά, όπως η τουρκική λίρα ή το μπολιβάρ της Βενεζουέλας,” λέει ο κ Μαυρίδης.

“Για τις τράπεζες τα κρυπτονομίσματα παραμένουν “περιθωριακά” στοιχεία, τα οποία κέρδισαν το ενδιαφέρον ενός μικρού ποσοστού πολιτών και κυρίως αυτών που έλκονται από τις παράνομες δραστηριότητες.Αντιθέτως, τα ψηφιακά νομίσματα θα εκδοθούν από τις κεντρικές τράπεζες, θα εξασφαλίζονται από τις υπάρχουσες σύγχρονες τεχνολογικές υποδομές των τραπεζών και λιγότερο πιθανό από decentralized τεχνολογίες, όπως το blockchain και θα έχουν την εγγύηση οργανισμών που πρακτικά δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν.”

Ο Σ. Μαυρίδης τόνισε ότι η χρήση της τεχνολογίας blockchain είναι προαιρετική για την έκδοση των ψηφιακών νομισμάτων, καθώς οι κεντρικές τράπεζες έχουν δοκιμασμένες τεχνολογίες που έχουν αποδείξει ότι προσφέρουν επαρκή ασφάλεια, οι οποίες μπορούν να εκσυγχρονιστούν για να καλύψουν και τις ανάγκες έκδοσης ψηφιακών νομισμάτων.

Αν όμως τα ψηφιακά νομίσματα δε βασίζονται σε decentralized τεχνολογία, τότε ποια είναι η ουσιαστική τους διαφορά από τα υπάρχοντα νομίσματα, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό διακινούνται επίσης ψηφιακά;

Όταν για παράδειγμα μια επιχείρηση μεταφέρει 1 δις ευρώ σε μια άλλη ή η ΕΕ δανείζει στην Ελλάδα 30 δις ευρώ, στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μερικά bit πληροφοριών μεταφέρονται από το ένα τραπεζικό σύστημα στο άλλο.

Όπως μας λέει ο Γιώργος Γιαγλής, Executive Director στο Institute For the Future του  University of Nicosia, σχεδόν το 93% των συναλλαγών σε ευρώ πραγματοποιούνται σήμερα ψηφιακά. Δηλαδή, ελάχιστο είναι το ποσοστό συναλλαγών που ένα νόμισμα αλλάζει πραγματικά χέρια.

Οπότε, κάπου άλλου θα χρειαστεί να αναζητήσουμε τις αλλαγές που θα φέρουν με την παρουσία τους τα ψηφιακά νομίσματα. Τόσο ο Γ. Γιαγλής, όσο και ο Σ. Μαυρίδης συμφωνούν ότι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλαγές, θα μπορούσε να είναι η απευθείας διάθεση χρήματος στις αγορές από τις κεντρικές τράπεζες.

Σε ένα ακραίο δηλαδή σενάριο, οι εμπορικές τράπεζες σταματούν πλέον να έχουν κάποιο ρόλο, αφού ο καθένας από εμάς, καθώς επίσης επιχειρήσεις και κράτη συναλλάσσονται απευθείας με τις κεντρικές τράπεζες.

Επίσης, ενώ μέχρι τώρα, η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών στην οικονομία γίνεται έμμεσα, είτε επηρεάζοντας το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς, είτε προσφέροντας νέο χρήμα αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία όπως τα ομόλογα, με την απευθείας διάθεση ψηφιακών νομισμάτων οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να επέμβουν άμεσα στην οικονομία, με μια διαφοροποίηση των επιτοκίων ή διαθέτοντας απευθείας χρήμα στην οικονομία. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να  έχουμε όλοι μας 1000 ψηφιακά ευρώ στο πορτοφόλι μας. Το ενδεχόμενο αυτό θα ήταν μια κοσμοϊστορική αλλαγή, αλλά έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί, γιατί οι συνέπειες του στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εκτιμάται ότι θα ήταν απρόβλεπτες. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι κεντρικές τράπεζες θα εισάγουν σταδιακά τα ψηφιακά νομίσματα στην παγκόσμια οικονομία, διατηρώντας το ρόλο των εμπορικών τραπεζών στη σημερινή του μορφή.

Ωστόσο, ακόμα και η περιορισμένη απευθείας διοχέτευση χρήματος στην αγορά δίνει στις κεντρικές τράπεζες μια εργαλειοθήκη που δεν είχαν στο παρελθόν.

Το ψηφιακό νόμισμα θα μπορούσε από το σχεδιασμό του να είναι προγραμματιζόμενο (programmable money). Για παράδειγμα, ενώ ένα ευρώ έχει σταθερή αξία ενός ευρώ, το ψηφιακό ευρώ θα μπορούσε να διαμορφώνει την αξία του, ανάλογα με την πολιτική της κεντρικής τράπεζας. Στην πράξη, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι το ψηφιακό ευρώ είναι προγραμματισμένο να χάνει δυναμικά μέρος της αξίας του, όσο μένει αποταμιευμένο ή το αντίθετο, δηλαδή στην περίπτωση που η κεντρική τράπεζα θα ήθελε να ενισχύσει την αποταμίευση να αυξάνεται η αξία του ψηφιακού ευρώ.

Ένα επιπλέον όφελος από τη χρήση ψηφιακών νομισμάτων – και εφόσον αυτά διατεθούν στην αγορά  απευθείας από τις κεντρικές τράπεζες – θα είναι η μείωση ή ίσως και ο μηδενισμός του κόστους συναλλαγών. Όπως μας λέει ο Γ. Γιαγλής, οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί και θεωρητικά δεν μπορούν να πτωχεύσουν. Επομένως, δεν έχουν κάποιο λόγο να επιβάλουν προμήθειες σε συναλλαγές με ψηφιακά νομίσματα.

Το σενάριο αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, αν τελικά τη διάθεση των ψηφιακών νομισμάτων αναλάβουν οι εμπορικές τράπεζες, οπότε ναι μεν θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν συναλλαγές με μειωμένες προμήθειες σε σχέση με τις σημερινές, αλλά όχι μηδενικές, ώστε να επιτύχουν κάποιο κέρδος.

Το κέρδος αυτό θα χρειαστεί να το δικαιολογήσουν αν προσφέρουν ως αντάλλαγμα κάποιες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα η ασφάλεια των ψηφιακών πορτοφολιών, όπου θα βρίσκονται αποθηκευμένα ευρώ και ψηφιακά ευρώ ή συμβουλευτικές υπηρεσίες επενδυτικής φύσεως.

Θα συνεχίσουν να υπάρχουν κρυπτονομίσματα;

“Όταν εμφανίστηκε το bitcoin, πολλοί είπαν ότι είναι μια φούσκα”, λέει ο Γ. Γιαγλής, και συμπληρώνει “όπως διάβασα σε έναν τίτλο άρθρου, οι φούσκες δεν κρατάνε 12 χρόνια”. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι τα κρυπτονομίσματα δεν θα εξαφανιστούν, καθώς έχουν να επιτελέσουν ένα σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην εξέλιξη της τεχνολογίας.

Μπορεί για παράδειγμα τα περισσότερα κρυπτονομίσματα να θεωρούνται κερδοσκοπικά προϊόντα, κάποια όμως από αυτά, όπως για παράδειγμα το Ethereum, λειτουργούν ως πόροι για όσους χρειάζονται πρόσβαση σε decentralized υποδομές. Επίσης, ένας δεύτερος ρόλος που έχουν αποκτήσει τα κρυπτονομίσματα, είναι αυτός ενός αποθετηρίου αξίας, η οποία μάλιστα είναι ανεξάρτητη από τις βουλήσεις των κεντρικών τραπεζών.

Στο παραπάνω πλαίσιο, μας λέει ό Γ. Γιαγλής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο μέλλον, η λέξη νομίσματα να μην είναι ίσως κατάλληλη για την περιγραφή τους.

Τέλος, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι αυτό που ονομάζουμε μαύρη οικονομία και αποτελεί ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής οικονομίας, βρίσκει στα κρυπτονομίσματα ένα μέσο συναλλαγών το οποίο, όσο η οικονομία ψηφιοποιείται, θα μπορούσε να αντικαταστήσει άλλα μέσα συναλλαγών, όπως τα χαρτονομίσματα που στο παρελθόν μεταφέρονταν σε βαλίτσες ή σακούλες σκουπιδιών στις πιο λαϊκές εκδοχές.

Μπορούν να κρυπτονομίσματα να πλήξουν τις τράπεζες;

Για το άμεσο μέλλον δε φαίνεται να υπάρχει κάποιος ανταγωνιστής που θα μπορούσε να πλήξει σημαντικά τις εμπορικές τράπεζες. Ο ρόλος τους στην οικονομία παραμένει ουσιαστικός, αν και μάλλον “βαρετός” για τους ίδιους τους τραπεζίτες. Η στρατηγική που ακολουθούν μεγάλοι τραπεζικοί οργανισμοί σε όλον τον κόσμο είναι η μείωση των λειτουργικών εξόδων μέσω συρρίκνωσης κυρίως της φυσικής τους παρουσίας. Η στρατηγική αυτή έχει θετικό αντίκτυπο στα κέρδη, όχι όμως και στο επίπεδο εξυπηρέτησης των πελατών. Αν ο πελάτης χάνει την επαφή του με τον εργαζόμενο που τον εξυπηρετούσε γιατί θα πρέπει να επιλέξει μια από τις γνωστές εμπορικές τράπεζες και να μην απευθυνθεί σε μια challenger bank;

Επομένως, στο ερώτημα αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν εμπορικές τράπεζες μια πιο πιθανή απάντηση είναι ότι για αρκετό καιρό ακόμα θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι τραπεζικές υπηρεσίες με τη γνωστή μέχρι τώρα μορφή τους, αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι αυτές θα συνεχίσουν να παρέχονται από τις υπάρχουσες εμπορικές τράπεζες.

Η λογική λέει ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν θα επισπεύσουν αυτήν την εξέλιξη, αποδυναμώνοντας περισσότερο τις εμπορικές τράπεζες, διαθέτοντας απευθείας τα ψηφιακά νομίσματα στην αγορά. Ωστόσο, η εικόνα σε αυτήν τη φάση δείχνει ότι το μέλλον των εμπορικών τραπεζών είναι αρκετά αμφίβολο και μένει να δούμε αν έχουν κάποιο κρυφό άσσο στο μανίκι που θα τις ξαναβάλει στο παιχνίδι.